Στις 30 Οκτωβρίου του 1938, παραμονή της γιορτής του Halloween, το αμερικανικό ραδιοφωνικό δίκτυο CBS μετέδωσε μία απίστευτη είδηση, που ωστόσο έγινε απόλυτα πιστευτή και αναστάτωσε μία ολόκληρη χώρα: την εισβολή εναντίον της Γης από τους κατοίκους του πλανήτη Άρη.
Υπεύθυνος για την πρωτοφανή αυτή αναστάτωση ενός ολόκληρου λαού ήταν ο Αμερικανός ηθοποιός Orson Welles (1915-1985) και οι ηθοποιοί του συγκροτήματος «Μέρκιουρι», που τότε παρουσίαζαν μία ραδιοφωνική εκπομπή στο εν λόγω ραδιοφωνικό δίκτυο. Ο Welles στην εκπομπή του παρουσίαζε δραματοποιημένα διάφορα λογοτεχνικά έργα, όπως «Ο Κόμης Μόντε Κρίστο» ή «Ο Δράκουλας».
Εκείνο το βράδυ διάλεξε να παρουσιάσει με τη μορφή εκτάκτων δελτίων ειδήσεων τον Πόλεμο των κόσμων, το πιο πολυδιαβασμένο και πολυδιασκευασμένο μυθιστόρημα του H.G. Wells, αναστατώνοντας τους ακροατές, που νόμισαν ότι όλα όσα διηγούνταν ο Welles στο ραδιόφωνο, το μοναδικό μέσο άμεσης ενημέρωσης που υπήρχε τότε, ήταν αλήθεια. «Κυρίες και κύριοι, λάβαμε μόλις μια εξαιρετικά σοβαρή ανακοίνωση: όσο απίστευτο και αν ηχεί, τα παράξενα πλάσματα που θεάθηκαν απόψε να προσγειώνονται στο Νιου Τζέρσεϊ είναι η προφυλακή μιας στρατιάς που έρχεται να κατακτήσει τη Γη από τον Άρη». Αυτά ήταν τα λόγια του Welles που μεταδόθηκαν από το ραδιόφωνο. Παρόλο που πριν από τη ραδιοφωνική μετάδοση είχε διευκρινιστεί ότι όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα ήταν φανταστικά, η αληθοφάνεια με την οποία είχε σκηνοθετηθεί η εκπομπή υποδαύλισε τον πανικό. Η υστερία που ακολούθησε ήταν απερίγραπτη. Οικογένειες ολόκληρες έμπαιναν στα αυτοκίνητα τους για ν’ απομακρυνθούν το ταχύτερο από το σημείο της εισβολής, στα αστυνομικά τμήματα είχαν ανάψει τα τηλέφωνα, οι εκκλησίες είχαν πλημμυρίσει από ανθρώπους που εναπόθεταν στο Θεό την τελευταία τους ελπίδα, ενώ οι πιο ευφάνταστοι ήταν σίγουροι πως διέκριναν κάπου στον ορίζοντα τις φλόγες από τις φωτιές των όπλων των Αρειανών και μύριζαν τα δηλητηριώδη αέρια που τα σκάφη τους εκτόξευαν. Μερικοί, αντί «Αρειανοί», κατάλαβαν «Άριοι», δημιουργώντας άλλη παρεξήγηση: Μια γυναίκα βγήκε αλλόφρων στους δρόμους ουρλιάζοντας: «Οι Γερμανοί κατέστρεψαν το Νιου Τζέρσεϊ. Το είπε το ραδιόφωνο».
Ο Welles δεν ήξερε τίποτα απ’ όλα όσα γινόταν στην πόλη κατά τη διάρκεια της εκπομπής του. Τον αντίκτυπο που προκάλεσαν τα λόγια του, τον πληροφορήθηκε μόνο, όταν η αστυνομία όρμησε και κατέλαβε το στούντιο του σταθμού, διακόπτοντας την εκπομπή. Δέχτηκε οξεία κριτική από μερίδα του κοινού και του Τύπου, αλλά και προτάσεις από το Χόλλυγουντ. Δύο χρόνια αργότερα, στα 25 του, γύριζε εκεί ως πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης την περίφημη ταινία του «Ο πολίτης Κέιν» που τον έκανε διάσημο.
Ο αντίκτυπος της «φάρσας» του Welles -κι ας μην ξεκίνησε ως φάρσα όλη αυτή η ιστορία, μία απλή, ραδιοφωνική εκπομπή ήταν- δείχνει τη δύναμη που είχε αποκτήσει στις πλατιές μάζες, κατά τις πρώτες δεκαετίες της μονοκρατορίας του, το ραδιόφωνο. Πριν την επικράτηση του τηλεοπτικού λόγου, σε μία ανάπαυλα του έντυπου Τύπου, το ραδιόφωνο, το γρηγορότερο στη μετάδοση ειδήσεων μέσο ενημέρωσης και για χρόνια το μοναδικό μέσο άμεσης ενημέρωσης, προσιτό ακόμα και στις κατώτερες κοινωνικά τάξεις, μπορούσε χωρίς μεγάλο κόπο να κάνει γνωστή την πάσα είδηση σε εκατομμύρια ακροατών. Μία από τις πρώτες ενέργειες όλων των φασιστικών καθεστώτων, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και αν προσπαθήσουν να εγκαθιδρύσουν την μονοκρατορία τους και πάντα, είναι ο ολοκληρωτικός έλεγχος των Μ.Μ.Ε. Όπως ο Ουμπέρτο Έκο σοφά διαπίστωσε (1967) «για την επιβολή μίας δικτατορίας, δε χρειάζεται πλέον να βγουν τα τανκς στους δρόμους, αλλά η καθοδήγηση των Μ.Μ.Ε.». Όπως αυτά, που με ψεύτικες εικόνες καταστροφής και ολέθρου κρατούν τους ανθρώπους, επιζήσαντες ενός τραγικού πυρηνικού πολέμου, στα υπόγεια καταφύγια στο μυθιστόρημα του Phillip Dick «Προτελευταία αλήθεια».
Ο Welles δεν είχε ποτέ σκοπό να καθοδηγήσει την κοινή γνώμη. Σκοπός του ήταν απλά να παρουσιάσει, μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής, που τότε παρουσίαζε, ένα από τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, ένα βιβλίο σταθμό, που συγκλόνισε από την πρώτη στιγμή την κοινή γνώμη με την αληθοφάνειά του. Δε γνώριζε, δεν υποψιαζόταν καν τον πανικό που τα λόγια του θα προκαλούσαν. Όταν ρωτήθηκε αργότερα αν περίμενε τέτοιες αντιδράσεις απάντησε: «Τι να πω; Ο μάνατζέρ μου βρήκε την εκπομπή τόσο αφελή, που έκλεισε το ραδιόφωνο». Την επομένη, ενώ οι Αμερικανοί συνερχόταν από τον τρόμο τους, όλη η υφήλιος, ακόμη και ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ, γελούσε με το πάθημά τους. Όσο για την εκπομπή είχε κι ένα άλλο αποτέλεσμα: Απέδειξε περίτρανα τη δύναμη του ραδιοφώνου στις μάζες, πράγμα που η προπαγάνδα, καθώς ο πόλεμος πλησίαζε, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο.