Το παρακάτω διήγημα του πολυγραφότατου Κοζανίτη δικηγόρου και λόγιου Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη (1882-1938) περιγράφει το χρονικό της απελευθέρωσης της Κοζάνης από τους Οθωμανούς Τούρκους την 11η Οκτωβρίου 1912.
Το διήγημα γράφτηκε το 1928, 16 χρόνια μετά την απελευθέρωση και περιγράφει ανάγλυφα το φόβο και την αγωνία των Ελλήνων και την αγαλλίαση τους, όταν ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης έφτασε στην πόλη και ταυτόχρονα το φόβο και την αγωνία και των ίδιων των Τούρκων στο άγγελμα της είδησης έλευσης του ελληνικού στρατού.
Ο Τσιτσελίκης είχε ζήσει εκείνες τις ιστορικές ημέρες του 1912 και περιγράφει με ακρίβεια και ευαισθησία εκείνες τις στιγμές που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης μας. Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1928 στην εβδομαδιαία εφημερίδα ΒΟΡΕΙΟΣ ΕΛΛΑΣ των Θεοδοσιάδη-Γκαβανά, που κυριάρχησε στην εκδοτική δραστηριότητα της Κοζάνης για 14 ολόκληρα χρόνια.
11 Οκτωβρίου 1928
Να! Έτσι μια τέτοια μέρα σαν τη σημερινή ήταν κ’ εκείνη. Και ακριβώς Πέμπτη της εβδομάδας.
Όλα την προηγούμενη νύχτα έβρεχε με τα καρδάρια. Η καρδιάς της ήταν σφιγμένη. Περιμέναμε κι εδώ το μεγάλο κακό που είχε γίνει στα Σέρβια. Ποιον θάπερνε η μπόρα; Οι Τούρκοι έφευγαν τσακισμένοι και λυσσασμένοι απ’ την καταστροφή τους. Είδαμε τα γυναικόπαιδά τους, τις μπέισσες, τις χανούμισσες με τα λουστρίνενια γοβάκια και τα μεταξωτά τσαρτσάφια, να περνούν βρεγμένες, κουρελιασμένες, τσακισμένες και λασπωμένες από μέσα από την αγορά της Κοζάνης και να φεύγουν, να φεύγουν… για την… Κόκκινη Μηλιά! Ο Ομέρ Χιλμή, ο τρομερός πρόεδρος του Κομιτάτου, ο τραυλός αντισυνταγματάρχης που είχε φοβερίξει την Κοζάνη λέγοντας πως το αίμα θα τρέξει στα ρείθρα των πεζοδρομίων της, είχε γυρίσει τα στόματα των δύο κανονιών του από το Τζιτζιλέρ προς την Κοζάνη. Ο νικημένος του Σαρανταπόρου ήθελε να βγάλει τη λύσσα του στα γυναικόπαιδά μας! Τη νύχτα, αλήθεια, αγωνίας που ήταν εκείνη της 10-11 Οκτωβρίου! Με τον αρχιτέκτονα των Αθηνών Αριστοτέλη Ζάχου, που ήταν κι αυτός κρυμμένος στο σπίτι μου ξενυχτίσαμε σ’ ένα παράθυρο με έναν παλιογκρά κι ένα Μαυροβουνιότικο πιστόλι στα χέρια. Τον γκρά τον βαστούσε ο Ζάχος. Είχε πεποίθηση, καθώς έλεγε, γιατί είχε πολεμήσει στο 97. Περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή τη σύλληψή μας, μας είχε προειδοποιήσει κρυφά ένας καλός αστυνομικός των Σερβίων ο Αλή Εφέντης μέσον του Γεωργ. Νάνου Γκοβεδάρου που ζει ακόμα. Ο γιατρός ο Γκουλέκας, ο Κώτσος ο Παπακωνσταντίνου κι εγώ είμασταν σημαδεμένοι.
Τι αγωνία αλήθεια, ως που να ξημερώσει! Δυο σκιές με τα όπλα επ’ ώμου που στέκονταν τις πρωινές ώρες στο γείσο της αντικρινής πόρτας για να μη βρέχονται τις περάσαμε για χωροφύλακες που περίμεναν να μας συλλάβουν άμα ξημερώσει. Όταν χάραξε τους είδαμε να ξεκινούν. Ήταν δύο Γκέκηδες φυγάδες της μάχης του Σαρανταπόρου. Τραβούσαν για το χωριό τους οι κακόμοιροι!
Κατά τις 10 ήλθεν απ’ έξω ο πατέρας μου. Μας έφερνε νέα, ο Ελληνικός στρατός έρχεται. Είναι ντροπή πια πρέπει να βγούμε κι εμείς έξω, ένα κουράγιο και βγαίνουμε στον πλάτανο της αγοράς. Δειλά δειλά μερικές αχτίδες προσπαθούν να ξεσκίσουν τα μαύρα σύννεφα του ουρανού.
Μερικοί Κοζανίτες γυρίζουν στην αγορά χωρίς οι μορφές τους να δείχνουν αν μέσα τους κρύβουν χαρά ή λύπη. Η μέρα μοιάζει ακόμα σαν Μεγάλη Παρασκευή. Μπροστά μου περνάει ο τελευταίος Τούρκος. Είναι ο Δικαστικός κλητήρας, ο Μουσταφά Κιαζήμ ο Κρητικός, μ’ ένα αδιάβροχο κι ένα μάουζερ κρεμασμένο στον ώμο του. Με πλησιάζει να με αποχαιρετήσει.
- Αντίο Κωνσταντίν Εφέντη καλή αντάμωση.
- Ώρα καλή Μουσταφά.
Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Βλέπω τον Χαρίση Βαμβακά να έρχεται βιαστικός από κάτω μ’ ένα σκούφο. Λαχανιασμένος μας πλησιάζει.
- Τούρκοι έρχονται από κάτω! Ακούεται μια φωνή.
Φεύγουμε όλοι στα σπίτια μας πάλι.
Ήταν δυο τσακισμένα τάγματα της μάχης των Λαζαράδων που περνούσαν φοβισμένα από την Κοζάνη και τραβούσαν για το Σόροβιτς. Παν κι αυτοί. Τώρα!
Είναι μεσημέρι. Η αγωνία εξακολουθεί για μας. Γιατί αργούν να έλθουν οι Έλληνες. Αν έρθουν οι Κονιάροι από τα χωριά και κάψουν την Κοζάνη και σφάξουν τα γυναικόπαιδα;
Άγνωστοι και αόρατοι διαγγελείς φέρουν την είδηση: Οι Έλληνες πέρασαν τη γέφυρα του ποταμού. Ο στρατός του Ταχτσίν Πασά και του Ομέρ Βέη τραβάει προς το Καρατζιλάρ για το Χάντοβο.
Από το μεσημέρι εις τας δύο οι Κοζανίτες όλοι είναι οπλισμένοι με καινούργια Μάουζερ. Η αποθήκη των στρατώνων έγινε γης Μαδιάμ. Οι περισσότεροι ετοιμάζονται να παν στα γύρω Τούρκικα χωριά να τα φυλάξουν και να τα ξαλαφρώσουν από τα περίσσια …σιτάρια και πρόβατα. Όμιλοι ενόπλων είναι μαζεμένοι εδώ κι εκεί στην αγορά. Η ώρα είναι 3 1/2 το απόγευμα. Ο ήλιος λάμπει τώρα. Είναι ο ήλιος της Ελληνικής ελευθεριάς. Ο Πάικος ο Δελιαλής έρχεται ιδρωμένος και τρεχάτος από το σημερινό δρόμο της 11ης Οκτωβρίου.
Τες καμπάνες μπρε! Τες καμπάνες. Ήρθαν οι Έλληνες. Ο Ζάχος αρχίζει να κλαίει και να με φυλάει. Πετάει το κόκκινο φέσι και τα άσπρα του μαλλιά ανεμίζουν από το γλυκό βοριαδάκι. Τραβούμε για την υποδοχή του Ελληνικού Στρατού. Μπροστά στο σπίτι του Παυσανία Πολυζούλη μαζεμένος πολύς κόσμος. Ο Δεσπότης ο γερο Φώτιος με τα χρυσά του άμφια και τη Βυζαντινή πατερίτσα του ευλογεί και κλαίει. Ανοίγουμε το πλήθος και προχωρούμε. Ένας Κένταυρος ένας ημίθεος με το σπαθί γυμνό επάνω στο μαύρο του άλογο και με το τιμημένο ελληνικό στέμμα στο κεφάλι στέκει σαν άγαλμα στη μέση του πλήθους. Είναι μαυρισμένος από τον πόλεμο και τα μάτια του δακρυσμένα από συγκίνηση.
Δε μιλάει. Κοιτάζει μόνο τα αντικρινά βουνά του Αηλιά για να ανακαλύψει εχθρούς. Το άλογό του κι αυτός είναι τυλιγμένοι μέσα σε μια τεράστια μεταξωτή γαλάζια σημαία. Ποιος τον τύλιξε, πού βρέθηκε η ελληνική σημαία στην Κοζάνη. Ένας γέρος Κοζανίτης με άσπρα μακριά μαλλιά γονατίζει και με κλάματα φιλάει τα ρουθούνια του αλόγου του. Τα κορίτσια του βάζουν βασιλικό και χρυσάνθεμα στα χαλινάρια, στα λουριά στη θήκη του σπαθιού του. Είναι ο πρώτος Έλλην ιππέας που μπήκε ως ανιχνευτής μέσα στην Κοζάνη. Έμαθα το όνομά του Μακρής από την Τσαριτσάνη. Ζει ή πέθανε; Δεν ξέρω. Η Κοζάνη δε θα τον λησμονήσει. Μια μέρα πρέπει να κάμει τον ανδριάντα του στην είσοδο της πόλεως.