Στις 12 Οκτώβρη του 1492 ο Ιταλός θαλασσοπόρος Χριστόφορος Κολόμβος (Cristóbal Colón) φτάνει σ’ ένα από τα νησιά στις νοτιοδυτικές Μπαχάμες, το οποίο ονόμασε Σαν Σαλβαντόρ (Άγιος Σωτήρας).
Ήταν το αποτέλεσμα ενός περιπετειώδους (το πλήρωμα του ήταν έτοιμο να στασιάσει εναντίον του, καθώς ταξίδευαν καιρό πολύ χωρίς να εντοπίζουν στεριά πουθενά στον ορίζοντα) ταξιδιού δυόμισι μηνών με τα τρία πλοία που η βασίλισσα Ισαβέλλα της Ισπανίας του είχε παραχωρήσει. Ο δυναμικός θαλασσοπόρος θέλησε το 1492, πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία να πραγματοποιήσει, ένα ταξίδι προς την Ινδία με διαφορετική πορεία από τις προηγούμενες. Επηρεασμένος από την άποψη του Φλωρεντινού γεωγράφου και χαρτογράφου Πάολο Τοσκανέλλι, ότι θα μπορούσε να φθάσει κανείς στην Κίνα πλέοντας προς τα δυτικά, θέλησε να πραγματοποιήσει πρώτος το ταξίδι αυτό.
Για πολλά χρόνια ο Χριστόφορος Κολόμβος προσπαθούσε να πείσει τους ηγεμόνες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας να τον βοηθήσουν, να υλοποιήσει το παράτολμο σχέδιό του για την προσέγγιση των Ανατολικών Ινδιών από τους θαλάσσιους δρόμους της Δύσης. Ο Κολόμβος γεννήθηκε στη Γένοβα το 1451, μια από τις ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις της εποχής και από πολύ μικρός, από 10 ετών, έλεγε ο ίδιος, άρχισε να ταξιδεύει. Το 1474 βρέθηκε στο Αιγαίο, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τη χαμένη Ατλαντίδα και το 1477 ταξίδεψε στην Ισλανδία, όπου πληροφορήθηκε από Βάσκους φαλαινοθήρες ότι υπήρχε μια στεριά κατά το μέρος που βασίλευε ο ήλιος. Το 1481 πήγε στη Γουινέα, όπου άκουσε την παράδοση των ιθαγενών ότι «πέρα από τη μεγάλη θάλασσα, κατά τα δυτικά, στην άλλη άκρη της Γης, υπάρχει μεγάλη στεριά, όπου κατοικούν άνθρωποι με κόκκινο δέρμα». Η αρχική του υποψία σχετικά με τη σφαιρικότητα της Γης του έγινε σχεδόν έμμονη ιδέα και αποφάσισε να το διαπιστώσει μ’ ένα ταξίδι.
Το 1481 μετά το γάμο του με τη δόνα Φιλίππα Περεστρέλο, χάρη στον πεθερό του που ήταν διοικητής της Μαδέρας, κατόρθωσε να προσληφθεί στην υπηρεσία του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Β΄, στον οποίο υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο του ζητούσε να ναυλώσει τρία καράβια, για να ανακαλύψει δρόμο από τα δυτικά για την Ινδία. Ο βασιλιάς Ιωάννης, επηρεασμένος πιθανόν από τους συμβούλους του κι ίσως και από το δύσκολο του εγχειρήματος και καθώς η χώρα ήταν ήδη εξαντλημένη από τον πόλεμο με τους Μαυριτανούς, το απέρριψε. Στο τέλος του 1492 οι Ισπανοί κατέλαβαν τη Γρανάδα και μόνο τότε, σε μία ανάπαυλα του πολέμου, ενδιαφέρθηκε η βασίλισσα της Ισπανίας Ισαβέλλα για το σχέδιο του Κολόμβου. Τον εξουσιοδότησε να συγκροτήσει ένα στολίσκο σε συνεργασία με την εφοπλιστική οικογένεια των Πινθόν. Ο στολίσκος του αποτελούνταν από 2 καραβέλες (ΝΙΝΤΑ και ΠΙΝΤΑ) και τη ναυαρχίδα του βασιλικού στόλου (ΣΑΝΤΑ ΜΑΡΙΑ), στην οποία επέβαινε ο ίδιος και συμφωνήθηκε ότι, σε περίπτωση επιτυχίας των σκοπών του, θα ονομαζόταν ναύαρχος του ωκεανού, θα τον διόριζαν αντιβασιλέα των νέων χωρών που θα ανακάλυπτε και θα έπαιρνε το ένα δέκατο από τα εισοδήματα των χωρών αυτών. Ο Κολόμβος ξεκίνησε από το λιμάνι του Πάλος στην Ισπανία στις 3 Αυγούστου 1492 και μετά από ταξίδι δύο μηνών στις 12 Οκτωβρίου τα πλοία του έφτασαν στις νοτιοδυτικές Μπαχάμες. Προχωρώντας δυτικότερα ανακάλυψε την Κούβα και την Αϊτή (την οποία ονόμασε Ισπανιόλα). Αφού εγκατέστησε στα νησιά αυτά 43 άνδρες για φρουρούς, ξεκίνησε στις 4 Ιανουαρίου 1493 για το ταξίδι της επιστροφής και έφτασε στο λιμάνι της Λισσαβόνας στις 4 Μαρτίου 1493. Η υποδοχή που του έγινε ήταν θριαμβευτική. Οι Ισπανοί τον υποδέχτηκαν ενθουσιασμένοι και οι βασιλείς τον τίμησαν, όπως του είχαν υποσχεθεί, με τον τίτλο του ναυάρχου και του αντιβασιλέα των νέων χωρών και συνέχισαν να τον ενισχύουν οικονομικά για τα νέα του ταξίδια.
Το Σεπτέμβριο του 1493 ο Κολόμβος αναχώρησε για το δεύτερο εξερευνητικό ταξίδι του με στόλο 17 πλοίων. Το δεύτερο ταξίδι διήρκεσε τρία χρόνια και κατά τη διάρκειά του ανακάλυψε τα νησιά Δελιβεράδα, Ντομίνικα, Γουαδελούπη, Αντίκρα, Σαν Κριστομπάλ, Πόρτο Ρίκο και Ιαμαϊκή. Στο μεταξύ στην Ισπανιόλα είχαν αρχίσει οι συγκρούσεις μεταξύ ιθαγενών και Ισπανών και η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Η αντιπαλότητα οξύνθηκε περισσότερο στη διάρκεια του τρίτου ταξιδιού του (1498-1500), κατά τη διάρκεια του οποίου ανακάλυψε τα νησιά Τρινιντάντ και Τομπάγκο, για να αποβιβαστεί τελικά στο δέλτα του ποταμού Ορενόκου στη Νότια Αμερική. Όμως δεν πρόλαβε να εξερευνήσει τη νέα αυτή περιοχή. Ενώ προσπαθούσε να υπερασπίσει τους ιθαγενείς από τη σκληρότητα των Ισπανών, ξέσπασε εξέγερση εναντίον του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να σταλεί αλυσοδεμένος στην Ισπανία. Αντικαταστάθηκε αμέσως από το Φραγκίσκο ντε Μομπαντίλια. Στο τέλος ο Κολόμβος κατόρθωσε να αποφυλακιστεί, πήρε χάρη από τον ίδιο το βασιλιά, χωρίς όμως να μπορέσει να αποκαταστήσει το κύρος που μέχρι τότε είχε. Παρόλα αυτά το 1502 ξεκίνησε για το τέταρτο και τελευταίο ταξίδι του, κατά το οποίο, αφού ολοκλήρωσε την ανακάλυψη των Αντιλών, εξερεύνησε τις ακτές της Κεντρικής Αμερικής από την Ονδούρα μέχρι τον κόλπο του Νταριέν. Όταν γύρισε στην πατρίδα, έγινε δεκτός με ψυχρότητα, χωρίς να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις που του είχαν δοθεί. Επέστρεψε στην Ισπανία άρρωστος και λίγες βδομάδες αργότερα πέθανε η βασική και πρώτη χρηματοδότης των ταξιδιών του βασίλισσα Ισαβέλλα. Χωρίς οικονομική στήριξη πλέον ο Κολόμβος πέθανε το Μάιο του 1506 πιστεύοντας μέχρι τέλους ότι είχε ανακαλύψει τις ανατολικές ακτές της Ασίας.
Τη διαπίστωση ύπαρξης μιας νέας, ανεξάρτητης ηπείρου στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ωκεανού έκανε τελικά, ένας άλλος Ιταλός θαλασσοπόρος ο Αμέρικο Βεσπούτσι (1454-1512). Τα διερευνητικά ταξίδια του Βεσπούτσι κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Νότιας Αμερικής τον έπεισαν ότι μια νέα ήπειρος είχε ανακαλυφθεί. Ένας τολμηρός ισχυρισμός στις μέρες του, όταν ο καθένας, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Χριστόφορου Κολόμβου, πίστευαν ότι ταξίδευαν προς την Ανατολική Ασία. Η νέα ήπειρος ονομάστηκε προς τιμήν του Βεσπούτσι Αμερική.
Ο θάνατός του
Ο Χριστόφορος Κολόμβος πέθανε το 1506 και αρχικά ενταφιάστηκε στην ισπανική πόλη Βιγιαδολίδ. Το 1537 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Καραϊβική, στο νησί Ισπανιόλα, τη σημερινή Δομινικανή Δημοκρατία και Αϊτή, όπως και ο ίδιος επιθυμούσε. Όταν οι Ισπανοί έχασαν τη συγκεκριμένη περιοχή από τους Γάλλους, το 1795, τα λείψανα του Κολόμβου μεταφέρθηκαν στην Κούβα, όπου παρέμειναν μέχρι τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο το 1898, όταν και επέστρεψαν στη Σεβίλλη. Η Δομινικανή Δημοκρατία, ωστόσο, ισχυρίζεται πως τα λείψανα του Κολόμβου δεν έφυγαν ποτέ από την Ισπανιόλα. Το 1877, σε ένα κουτί στον καθεδρικό ναό του Αγίου Δομίνικου βρέθηκαν οστά, με μία επιγραφή ότι ανήκουν στον «ένδοξο και διαπρεπή Cristobal Colon» (η ισπανική ονομασία του Χριστόφορου Κολόμβου), γεγονός που επέτρεψε στη Δομινικανή Δημοκρατία να υποστηρίζει ότι δεν έφυγαν ποτέ από την Ισπανιόλα.
Αναλύσεις DNA που πραγματοποιήθηκαν στα οστά της Σεβίλλης και σε αυτά του αδερφού του Κολόμβου, Ντιέγκο, που είναι και αυτός θαμμένος στην ίδια πόλη, έδειξαν πως τα δύο δείγματα ταιριάζουν απόλυτα. Όταν οι ερευνητές ανακοίνωσαν τα ευρήματα αυτά το 2006, δήλωσαν πως η διαμάχη γύρω από τον Κολόμβο έλαβε οριστικά τέλος. Ακόμα, όμως, δεν έχει γίνει ανάλυση στο DNA των οστών της Ισπανιόλας, γεγονός που αφήνει ανοιχτό ένα μικρό παράθυρο στην υπόθεση.
Γεωγραφικές εκτιμήσεις
Κάτω από την κυριαρχία της μογγολικής αυτοκρατορίας στην Ασία οι Ευρωπαίοι είχαν πρόσβαση στην Ινδία και την Κίνα μέσω ενός ασφαλούς περάσματος, τον λεγόμενο «Δρόμο του μεταξιού». Έτσι οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να προμηθεύονται πολύτιμα και χρήσιμα αγαθά, όπως μετάξι, μπαχαρικά και οπιούχα. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς Τούρκους το 1453 το πέρασμα αυτό έγινε δύσκολα προσβάσιμο και επικίνδυνο. Τότε οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι αναζήτησαν τρόπο να φτάσουν στην Ασία πλέοντας γύρω από την Αφρική. Σημαντικό επίτευγμα θεωρήθηκε, όταν ο Βαρθολομαίος Ντιάζ έφτασε επιτυχώς στο Ακρωτήρι Καλής Θελήσεως ή Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, στη Νότια Αφρική. Παράλληλα τα αδέρφια του Κολόμβου είχαν επινοήσει ένα διαφορετικό σχέδιο για να φτάσουν στις Ινδίες, που τότε σήμαινε όλη η νότια και ανατολική Ασία, μέσω του Ατλαντικού.
Όταν ο Αμερικανός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, βιογράφος και ιστορικός Washington Irving εξέδωσε το 1828 τη βιογραφία του Κολόμβου, διαδόθηκε εύκολα η άποψη πως ο Κολόμβος είχε δυσκολία στο να εξασφαλίσει υποστήριξη για το σχέδιο του λόγω του ότι οι Χριστιανοί θεολόγοι υποστήριζαν πως η Γη είναι επίπεδη. Στην πραγματικότητα οι μορφωμένοι Ευρωπαίοι είχαν καταλάβει από την εποχή του Αριστοτέλη τον 4ο αιώνα π.Χ. ότι η γη είναι σφαιρική, μία άποψη που υποστήριζε κι ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος, το έργο του οποίου είχε μελετηθεί και τύγχανε μεγάλου σεβασμού στην Μεσαιωνική Ευρώπη. Η σφαιρικότητα της Γης εκφράζεται ακόμα στο έργο του Πτολεμαίου στο οποίο βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό η αστρονομία των αρχαίων χρόνων. Στα χρόνια του Κολόμβου, τεχνικές προσανατολισμού με βάση τα ουράνια σώματα, κυρίως του Ήλιου και της Σελήνης, ήταν αυτές που χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους θαλασσοπόρους.
Ο Κολόμβος υπολόγισε διαφορετικά από τους άλλους μελετητές της εποχής του την απόσταση της Ευρώπης από την Ασία πλέοντας από τα δυτικά. Αυτό οφειλόταν σε 3 παράγοντες: υπολόγιζε πως η Γη ήταν μικρότερη από ότι πιστευόταν, ότι η Ευρασία ήταν μεγαλύτερη από ότι τότε πίστευαν, αλλά και τη βεβαιότητά του ότι η Ιαπωνία και άλλα ακατοίκητα νησιά απλώνονταν πολύ ανατολικότερα από τις ακτές της Κίνας. Ο Κολόμβος έκανε λάθος και στις τρεις παραπάνω βεβαιότητες, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αποδεκτές θεωρίες της εποχής του.
Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., ο Κυρηναίος μαθηματικός, γεωγράφος και αστρονόμος Ερατοσθένης είχε υπολογίσει την περιφέρεια της Γης χρησιμοποιώντας απλή γεωμετρία και παρατηρώντας τις σκιές που σχηματίζονταν από τα αντικείμενα σε δύο διαφορετικές περιοχές: στην Αλεξάνδρεια και τη Συήνη (Ασσουάν) της Αιγύπτου. Ο Ποσειδώνιος ο Ρόδιος τον 1ο αιώνα π.Χ. διασταύρωσε τους υπολογισμούς του Ερατοσθένη μέσα από αστρικές παρατηρήσεις που έκανε ο ίδιος στην Ρόδο και στην Αλεξάνδρεια. Αυτές οι μετρήσεις των αρχαίων ερευνητών ήταν ευρέως διαδεδομένες ανάμεσα στους λόγιους στη εποχή του Κολόμβου. Ωστόσο, οι διαφορετικές μονάδες μέτρησης που χρησιμοποιούνταν στην εποχή του Ερατοσθένη και στον Μεσαίωνα οδήγησαν σε διαφωνίες για την ακριβή περιφέρεια της Γης.
Ο Κολόμβος βασίστηκε στην εκτίμηση του Πέρση αστρονόμου Alfraganus ότι το γεωγραφικό μήκος του παράλληλου του Ισημερινού ήταν περίπου 56 ⅔ μίλια χωρίς όμως να έχει λάβει υπ’ όψιν του ότι αυτή η εκτίμηση εκφραζόταν σε αραβικά μίλια (1.830 μ.) και όχι στα μικρότερου μεγέθους ρωμαϊκά μίλια με τα οποία ήταν εξοικειωμένος. Συνεπώς υπολόγισε λανθασμένα πως η περιφέρεια της Γης ήταν περίπου 30.200 χλμ., ενώ η πραγματική περιφέρεια της Γης ήταν 40.000 χλμ. (25.000 μίλια)!
Παρά τα λάθη του Κολόμβου στον υπολογισμό της ακριβούς περιφέρειας της γης και τη συνεχή, μέχρι τέλους, βεβαιότητά του ότι είχε φτάσει στις Ινδίες, το ταξίδι του άνοιξε νέους ορίζοντες για την ανθρωπότητα. Στην ήπειρο που ανακάλυψε εγκαταστάθηκαν καινούριοι λαοί και δημιουργήθηκαν νέα κράτη, που προσέφεραν πολλά στην παγκόσμια οικονομία και στον παγκόσμιο πολιτισμό. Άνοιξαν νέοι εμπορικοί σταθμοί και δρόμοι. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις προκολομβιανής επαφής της Αμερικής με άλλες ηπείρους και είναι θέμα συζήτησης αν μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι «ανακαλύπτει» μια ήπειρο η οποία κατοικείται ήδη από γηγενείς ή μη λαούς, ο Κολόμβος συχνά πιστώνεται με την ανακάλυψη της Αμερικής, καθώς το ταξίδι του σημείωσε την έναρξη ενός βίαιου αποικισμού της Νέας Γης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το ότι ο ίδιος ποτέ δεν έφτασε στην ενδοχώρα της ηπείρου, αλλά σε νησιά διάσπαρτα κοντά σε αυτή.