Οι Άγιοι ήταν κατά τη διάρκεια της ζωής τους και μετά το θάνατό τους μέλη-κλειδιά όχι μόνο για τη χριστιανική κοινότητα αλλά και για ολόκληρη τη μεσαιωνική βυζαντινή κοινωνία.
Ως φίλοι του Θεού ή στρατιώτες του Χριστού οι Άγιοι κατείχαν τεράστια δύναμη. Θεωρητικά όλοι όσοι είχαν μετοικήσει στην αυλή του Θεού ήταν άγιοι, αλλά πρακτικά οι χριστιανικές εκκλησίες παρείχαν σε σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων τον τίτλο του αγίου και το προνόμιο της δημόσιας προσκύνησης.
Η προσκύνηση και η λατρεία των ανθρώπων που θεωρήθηκαν άγιοι βρίσκεται στην καρδιά των τελετουργικών πρακτικών της ύστερης αρχαιότητας και της μεσαιωνικής, χριστιανικής κοινωνίας σε Ανατολή και Δύση. Μέσω της λατρείας των λειψάνων οι ζώντες χριστιανοί μπορούσαν ν’ αναζητήσουν την προστασία και βοήθεια του εξαγνισμένου, εξαγιασμένου νεκρού προσώπου που τώρα βρισκόταν στον παράδεισο. Εκτός απ’ τα λείψανα, η προσκύνηση των εικόνων των Αγίων, υπήρξε εξίσου σημαντική στις βυζαντινές περιοχές.
Οι χριστιανοί δια μέσου των Αγίων γίνονται κατά κανόνα ικανοί να πραγματοποιούν θαύματα με τη θεϊκή επικουρία. Μπορούσαν να θεραπεύσουν την ασθένεια, να αντιμετωπίσουν την πείνα, να σβήσουν καταστροφικές πυρκαγιές, να νικήσουν τους εχθρούς. Οι υπερφυσικές δυνάμεις των Αγίων, πάντα εντυπωσιακές και χρήσιμες, μπορούσαν να απευθύνουν αιτήσεις των θνητών στο Θεό με σκοπό αυτός να ευνοήσει τους προστατευόμενούς τους. Αφού ο χριστιανισμός διακήρυσσε την παγκοσμιότητα της αμαρτίας και τη συνακόλουθη θεϊκή κρίση και τιμωρία της, αν οι άνθρωποι επιθυμούσαν να απαλλαγούν απ’ τις συνέπειες των αμαρτιών τους, έπρεπε ν’ αναζητήσουν τη βοήθεια ενός αγίου. Οι ζωντανοί προσδοκούσαν θαύματα, όταν τα ζητούσαν απ’ τους Αγίους. Η υπερφυσική δύναμη που κατείχαν οι Άγιοι προέκυπτε ως άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου ζωής τους ενόσω ζούσαν. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι αυτή η δύναμη πιστευόταν ότι προέρχεται κατευθείαν απ’ το Θεό και ότι η τιμή που αποδιδόταν στους Αγίους θεωρούνταν ένα μέσο λατρείας του Θεού. Ο Αυγουστίνος της Ιππώνος παρατηρεί σχετικά (d. 430) : «Οι προσφορές μας στα ιερά είναι προσφορές προς το Θεό. Οι μάρτυρες έχουν το δικό τους χώρο τιμής αλλά δεν λατρεύονται σε αντικατάσταση του Χριστού».
Το φύλο και ο μισογυνισμός επηρέασαν και δόμησαν τη θεωρία και την πράξη της προσκύνησης των λειψάνων στη μεσαιωνική χριστιανική κοινωνία με πολλούς τρόπους. Οι γυναίκες πάντοτε αποτελούσαν μειοψηφία ως τιμώμενες και εορταζόμενες αγίες απ’ τις χριστιανικές κοινότητες και ακόμη μικρότερη πλειοψηφία ανάμεσα σ’ εκείνους τους αγίους που τα λείψανά τους προσκυνούνταν ευρέως. Οι ζώσες γυναίκες αποκλείονταν σε μεγάλο βαθμό από εκείνες τις θέσεις της θρησκευτικής και πολιτικής ιεραρχίας που είχε αρμοδιότητα σε ζητήματα λατρείας αγίων. Ακόμη οι γυναίκες κατά καιρούς αποκλείονταν απ’ την πρόσβαση σε λείψανα αγίων. Ταυτόχρονα οι κληρικοί θεωρούσαν τις γυναίκες πιο επιρρεπείς απ’ τους άνδρες σε επικίνδυνες προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, γεγονός που μπορούσε να τις οδηγήσει σε απαγορευμένες ατραπούς ως προς τη χρήση των αγίων λειψάνων. Οι μάρτυρες ήταν εκείνοι που πρωτοαναγνωρίστηκαν ως άγιοι απ’ τις χριστιανικές προσκυνώντας και λατρεύοντας τα λείψανά τους. Η πρωϊμότερη αφήγηση της χριστιανικής αγιογραφίας, το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου (περίπου 167 μ.Χ.), καταγράφει και τη διατήρηση του σώματος του μάρτυρος ως ιερού κειμηλίου και τον εορτασμό της μέρας του θανάτου του ως θρησκευτικής πανηγύρεως. Έτσι είναι φανερό ότι και η λατρεία των αγίων λειψάνων και η εκκλησιαστική-λειτουργική λατρεία των αγίων, ανάγουν την καταγωγή τους στις πρώιμες χριστιανικές κοινότητες.
Οι χριστιανοί γιόρταζαν τη μνήμη των μαρτύρων με γιορτές που λάμβαναν χώρα κοντά στους τάφους τους σε υπαίθρια κοιμητήρια. Μικροί ιεροί χώροι ανηγέρθησαν επίσης πάνω από τάφους μαρτύρων όπως για παράδειγμα του Πέτρου στο Βατικανό λόφο της Ρώμης. Όμως μόνο με την έκδοση του διατάγματος των Μεδιολάνων (313) και άλλων επισήμων αναγνωρίσεων του χριστιανισμού η δημόσια λατρεία μαρτύρων και αγίων απέκτησε καθολική αποδοχή και άρχισε ν’ αναπτύσσεται πραγματικά. Μια Σύνοδος Επισκόπων στη Γάγγρα το 340 μ.Χ. έφτασε στο σημείο να εκδώσει διάταγμα αφορισμού για κάθε χριστιανό που τολμούσε ν’ αμφισβητήσει την ιερότητα των λειψάνων. Στη διάρκεια του 4ου αιώνα κτίστηκαν μεγαλοπρεπείς εκκλησίες στα ιερά- μαρτύρια πολλών μαρτύρων. Και εδώ όπως και σ’ άλλες πτυχές της οργάνωσης της χριστιανικής εκκλησίας ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος έχει την πρωτοκαθεδρία κτίζοντας μια επιβλητική εκκλησία πάνω στον τάφο του αποστόλου Πέτρου. Αυτά τα ιερά, συνήθως απομακρυσμένα απ’ τα τείχη των πόλεων αποτέλεσαν ένα στοιχείο-κλειδί στην αστική τοπογραφία της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μερικά απ’ αυτά τα πρώιμα μαρτύρια ήταν αφιερωμένα σε γυναίκες όπως το ιερό της Ευλαλίας στη Μερίντα της Ισπανίας, της Κρισπίνας στη Θήβεσσα της Τυνησίας και της Θέκλας στη Σελεύκεια της Μ.Ασίας. Ίσως το πιο σπουδαίο απ’ αυτά να ήταν το ιερό της Αγίας Ευφημίας στη Χαλκηδόνα κοντά στην Κων/πολη, ένα μαζικό συγκρότημα που αποτελούνταν από τρεις χωριστές εκκλησίες. Σύμφωνα με τον Ευάγριο τον Ποντικό (+ 399), μέσω μιας μηχανικής κατασκευής, οι πιστοί της Αγίας Ευφημίας εισήγαγαν σφουγγάρια στον τάφο της τα οποία καλύπτονταν με το θαυματουργό αίμα της απορροφώντας το, γινόμενα μ’ αυτό τον τρόπο τα ίδια ιερά λείψανα τα οποία οι προσκυνητές μπορούσαν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας.
Με την επίσημη αποδοχή του χριστιανισμού ασκητές και αργότερα Επίσκοποι, διδάσκαλοι και άλλοι, θεωρήθηκαν άγιοι υπό τον τίτλο του ομολογητού και του ιατρού των ψυχών, εφόσον κήρυτταν και δίδασκαν την ορθή πίστη. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει άγιος σε πλήρη απομόνωση απ’ τη χριστιανική κοινότητα: έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτός ως ενσάρκωση της αγιότητας απ’ την κοινότητα και αργότερα ν’ αναγνωριστεί επίσημα απ’ τις εκκλησιαστικές αρχές.
Όσον αφορά τη γυναικεία αγιότητα στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους, πρέπει να τονιστεί πως έπαιξε μεγάλο ρόλο στην καθιέρωση και στην εδραίωση της λατρείας των αγίων λειψάνων. Οι γυναίκες ως πιστές χριστιανές και ταυτόχρονα ως φορείς της αρχαίας μεσογειακής κοινωνικής παράδοσης αναλάμβαναν σημαντικές υπευθυνότητες κατά την ταφή και την κηδεία του νεκρού. Οι χριστιανές γυναίκες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας ενεπλάκησαν απ’ την αρχή στενά στη διαδικασία της εξεύρεσης και της κατασκευής ιερών για τα λείψανα των μαρτύρων. Και ενώ αυτή τους η δραστηριότητα μειωνόταν απ’ τον αυξημένο επισκοπικό έλεγχο στη λατρεία των λειψάνων, οι γυναίκες των αυτοκρατορικών και αργότερα κι άλλων αριστοκρατικών οικογενειών θα συνέχιζαν επί μακρόν να εξασκούν σημαντική επιρροή στη σύσταση και ίδρυση καινούργιων χριστιανικών προσκυνημάτων. Πραγματικά δύο απ’ τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις αγίων λειψάνων στον ύστερο ρωμαϊκό κόσμο αποδίδονται σε γυναίκες, αφού ως τα χρόνια του Αμβροσίου Μεδιολάνων (+397 μ.Χ.), η μητέρα του Κων/νου Αγία Ελένη (+330 μ.Χ.) ανακάλυψε τα απομεινάρια του Τιμίου σταυρού στο Γολγοθά, ενώ η αυτοκράτειρα Πουλχερία επέβλεψε την ανακάλυψη των λειψάνων των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας το 451. Οι γυναίκες επίσης συγκαταλέγονται στους πιο αφοσιωμένους πανηγυριστές των ιερών χριστιανικών γιορτών που συρρέουν μαζικά στα ιερά των αγίων.
Η λατρεία των σημαντικών μαρτύρων και αγίων, είτε πανχριστιανική είτε τοπική, έλαβε με το χρόνο καθορισμένη μορφή περιλαμβάνοντας ανάγνωση αποσπασμάτων από το βίο του μάρτυρα-αγίου και μεγαλοπρεπείς τελετουργίες και πομπές περιφοράς των αγίων λειψάνων τους. Ιδιαίτερα οι μοναστικές κοινότητες είχαν υιοθετήσει μια σειρά εορτών μνημόνευσης των αγίων και προσευχής για τη μεσολάβησή τους στο Θεό. Λειτουργικά ημερολόγια και Μηναία συνδεόμενα με περιφέρειες, μοναστήρια και μοναχικά τάγματα διασώζονται αρκετά σε μεσαιωνικά λειτουργικά χειρόγραφα, ιδιαίτερα σε μαρτυρολόγια και συλλογές αγιογραφικών αναγνωσμάτων.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις θρησκευτικές πρακτικές με τις οποίες συνδέονται τα λείψανα στο μεσαιωνικό χριστιανισμό είναι ζωτικής σημασίας να τις θεωρήσουμε υπό το πρίσμα μιας εσχατολογικής προοπτικής. Ένας άγιος ήταν πάνω απ’ όλα μια ψυχή που κατοικούσε στον παράδεισο. Την ημέρα της κρίσης κάθε ανθρώπινο σώμα θα επανασυντεθεί στα εξ’ ων συνετέθη, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της χριστιανικής θεολογίας. Έτσι τα λείψανα των αγίων ήταν μια ζωντανή απόδειξη της αέναης σωματικής τους υπόστασης στον κόσμο του εδώ και στον κόσμο του επέκεινα. Ιδωμένος μέσα σ’ αυτή την προοπτική ένας τάφος αγίου ή μια λειψανοθήκη αποτελούσε έναν ζωντανό διάμεσο-διαμεσολαβητή του ανθρώπου προς το Θεό. Επομένως τα ιερά λείψανα δεν ήταν απλώς σύμβολα των αγίων αλλά η συνεχιζόμενη φυσική τους παρουσία στον κόσμο. Όπως αναφέρει μια επιγραφή του 5ου αιώνα στον τάφο του αγίου Μαρτίνου της Tours (397 μ.Χ.): «Εδώ κείτεται ο ιεράς μνήμης Επίσκοπος Μαρτίνος, του οποίου η ψυχή βρίσκεται στα χέρια του Θεού, αλλά ο οποίος βρίσκεται συνέχεια ανάμεσά μας αποδεικνύοντας με τη δύναμη των θαυμάτων του τη χάρη και την ευλογία του». Και σύμφωνα με τον σύγχρονο μελετητή Peter Brown «τα λείψανα υπήρξαν τα συνδετικά στοιχεία γης και ουρανού».
Ορισμένα λείψανα αγίων τοποθετούνταν σε βωμούς εκκλησιών ως μέρος της διαδικασίας της καθιέρωσής τους ή τοποθετούνταν σε περίτεχνα διακοσμημένες λειψανοθήκες. Αυτές είτε βρισκόντουσαν σε εκκλησίες για δημόσια προσκύνηση, είτε σε ιδιωτικές οικίες πλουσίων ανθρώπων για ιδιωτική λατρεία. Οι κανονικές διατάξεις πάντως επέβαλαν να διατηρούνται τα λείψανα των αγίων και να φυλάσσονται στους βωμούς των εκκλησιών ως συστατικό στοιχείο της θεμελίωσής τους. Τα λείψανα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων, δεν ωφελούσαν τους χριστιανούς μόνο στη διάρκεια της επίγειας ζωής τους, αλλά και κατά το θάνατό τους: οι ταφές κοντά στα ιερά αγίων που φυλάσσονταν λείψανα (ad. Sanctus) εκτιμώνταν και επιδιώκονταν ιδιαίτερα, αφού κατά την ημέρα της κρίσης η υπερφυσική δύναμη του λειψάνου θα μπορούσε να συμπαρασύρει το γειτνιάζοντα νεκρό στην αιώνια δόξα.
Η παλαιότερη καταγραφή συλλογής λειψάνων μαρτύρων εντοπίζεται στο Μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου (156 μ.Χ.). Πολυάριθμες, παρόμοιες αναφορές επιβιώνουν απ’ την περίοδο των διωγμών, εκ των οποίων περίπου οι μισές προέρχονται από τους βίους γυναικών μαρτύρων. Η δημόσια προσκύνηση των λειψάνων αυξήθηκε σε σημασία και γεωγραφική διασπορά κατά τη διάρκεια του 4ου και ως τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα μ.Χ., ιδιαίτερα υπό την σθεναρή επιρροή και προτροπή του Αμβροσίου Μεδιολάνων(397). Απ’ αυτή, τουλάχιστον, την εποχή η εκκλησιαστική ιεραρχία άρχισε να εξασκεί εξουσία και να καταβάλλει έντονες προσπάθειες στο να ελέγξει την προσκύνηση και λατρεία των λειψάνων απ’ τους λαϊκούς των χριστιανικών κοινοτήτων(ποίμνιο). Απασχολήθηκε και με την αυθεντικότητα των ίδιων των λειψάνων και με την ορθοδοξία των πρακτικών λατρείας και προσκύνησής τους.