Τον 2ο αιώνα π.Χ., μετά την οριστική κατάληψη της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, ξεκίνησε η κατασκευή ενός από τους σημαντικότερους δρόμους, που κατέληγαν στην πρωτεύουσα Ρώμη: της VIA EGNATIA.
Ο νέος δρόμος χαράχθηκε πάνω στα ίχνη ενός αρχαίου προ-ρωμαϊκού δρόμου, διέσχιζε την Ελλάδα από τα Αδριατικά παράλια μέχρι τον Έβρο ποταμό και συνιστά την «πέραν της Αδριατικής» συνέχιση της Αππίας οδού από τη Γναθία της νοτίου Ιταλίας στην απέναντι πλευρά της Αδριατικής, στην αρχαία Επίδαμνο, την αποικία των Κερκυραίων, το σημερινό Δυρράχιο της Αλβανίας. Η Εγνατία οδός διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από την Αδριατική ως τα Κύψελα του Έβρου ξεκινώντας από το Δυρράχιο και περνώντας διαδοχικά από τη Λυχνιδό (Οχρίδα), Ηράκλεια, Βεύη, Πέλλα, Θεσσαλονίκη, Αμφίπολη, Φιλίππους, Τόπειρο, Μαξιμιανούπολη και Τραιανούπολη, συνδέοντας τη νότια Ιταλία και τη δυτική Μεσόγειο με το Αιγαίο, την ανατολική Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Ασία. Αργότερα, πιθανόν με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη από το Μεγάλο Κωνσταντίνο (330), κατασκευάστηκε η επέκτασή της από τον Έβρο μέχρι το Βυζάντιο.
Η Εγνατία οδός πήρε το όνομά της από τον ανθύπατο Μακεδονίας Γναίο Εγνάτιο (Gneus Egnatius), που την κατασκεύασε, όπως βεβαιώνει μιλιάριο -δίγλωσση μαρμάρινη στήλη, που βρέθηκε κοντά στη Θεσσαλονίκη και φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης- ενώ ένα χωρίο του Πολύβιου (2ος αι. π.Χ.), που διέσωσε ο Στράβων, δίνει τη χρονολόγηση της κατασκευής της -μεταξύ 148 και 120 π.Χ.- και περιγράφει τη διαδρομή της: «Εκ δε της Απολλωνίας εις Μακεδονίαν η Εγνατία εστίν οδός προς έω βεβηματισμένη κατά μίλιον και κατεστηλωμένη μέχρι Kυψέλων και Έβρου ποταμού μιλίων δ’ έστι πεντακοσίων τριάκοντα πέντε...». Κατά μία άλλη άποψη ο νέος δρόμος πήρε το όνομά του από την πόλη Egnazia (Εγνατία ή Γναθία), στην οποία τερμάτιζε η Αππία οδός επί της ιταλικής ακτής, η οποία ήταν φημισμένη για την ποιότητα των κεραμικών της.
Η Εγνατία οδός υπήρξε μία ευρωπαϊκών προδιαγραφών οδός. Οδόστρωμα, σηματοδότηση, κατασκευή στρατοπέδων, σταθμών και αλλαγών ίππων, γέφυρες, είσοδοι σε πόλεις και εσωτερικές διαδρομές εμφάνιζαν μία μεγάλη ομοιογένεια, είτε επρόκειτο για δρόμο στην Βρετανία, είτε στην Ιταλία, είτε στην Ελλάδα. Η κατασκευή της ήταν σύμφωνη με τις προδιαγραφές των άλλων οδών και μπορεί να συνοψιστεί στο χωρίο του Στράβωνα, κατά το οποίο οι Ρωμαίοι «έκοβαν λόφους και δημιουργούσαν ήπιες οδικές κλίσεις, προκειμένου να διέρχονται με ευκολία οι αρμάμαξες», δηλαδή τα βαριά μεταφορικά μέσα της εποχής. «Βεβηματισμένη» με ρωμαϊκά βήματα και «κατεστηλωμένη» με οδόσημα, η αρχαία Εγνατία οδός είχε μήκος 535 μίλια και πλάτος περίπου τρία μέτρα με ρείθρα, ένθεν και ένθεν, για την προστασία της από τη βροχή. Όταν διερχόταν μέσα από μεγάλες πόλεις το πλάτος της ξεπερνούσε τα 5 μέτρα Τον πλακοστρωμένο δρόμο διέτρεχαν υποζύγια ή αραμπάδες -η κυκλοφορία γινόταν από αριστερά για να μην τραυματίζονται οι ηνίοχοι από το καμτσίκι του αντιθέτως εποχούμενου- που έφθαναν στον προορισμό τους σύντομα και με ασφάλεια βάσει της οργανωμένης οδικής σήμανσης.
Κυλινδρικές στήλες (μιλιάρια) ανά ένα μίλι αριστερά και δεξιά του δρόμου ανέγραφαν τα μίλια από το κοντινότερο αστικό κέντρο. Ανάμεσα στις μεγάλες πόλεις, όπως περιγράφουν τα ρωμαϊκά οδοιπορικά, υπήρχαν οι σταθμοί και μεταξύ αυτών, ανά περίπου δέκα μίλια, οι θέσεις ανάπαυσης και αλλαγής των αλόγων.
Η κατασκευή της Εγνατίας οδού έγινε μεταξύ των ετών 146 και 100 π.Χ. (ή ίσως μέχρι το 120 π.Χ.), μετά την ήττα του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., την ήττα του Ανδρίσκου το 148 π.Χ. και την οργάνωση της Μακεδονίας ως Ρωμαϊκής Επαρχίας, για να εξυπηρετήσει καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Μακεδονία και τη Θράκη για διάστημα πενήντα περίπου χρόνων. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας υπήρξε αυστηρά via militaris -στρατιωτική οδός. Έτσι, τη χαρακτηρίζει ο Kικέρων, ο οποίος τη διέτρεξε από το Δυρράχιο ως τη Θεσσαλονίκη το 59/58 π.Χ. Ο μέγας ρήτωρ αναφέρει ότι η κίνηση ήταν τόση από δύση προς ανατολή, ώστε αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Ρώμη μέσω Θεσσαλίας! Εκτός από στρατιωτική είχε και εμπορική σημασία, γιατί εξυπηρετούσε τις συναλλαγές, καθώς συνέδεε πόλεις της Ιταλίας με τη Μακεδονία. Οι ταξιδιώτες για να τη χρησιμοποιήσουν έπρεπε να έχουν ειδική άδεια, το «σύνθημα» (όπως αναφέρεται σε επιστολή του Ιουλιανού). Την περπάτησαν ο Απόστολος Παύλος, ο Kάσσιος και ο Βρούτος και πλειάδα προσκυνητών, που όδευαν προς τα Ιεροσόλυμα. Στα οδοιπορικά τους απαριθμούνται πόλεις, σταθμοί, αλλαγές ίππων και οι αποστάσεις τους σε μίλια μαζί με πληροφορίες «περιηγητικού» χαρακτήρα: εδώ εγεννήθη ο Αλέξανδρος, εδώ ετάφη ο Ευριπίδης, εδώ είναι τα σύνορα Μακεδονίας και Ηπείρου. Τη σημασία της Εγνατίας οδού στη βυζαντινή εποχή μαρτυρούν επίσης οι τελωνειακοί σταθμοί που λειτουργούσαν κατά μήκος της. Στη Θεσσαλονίκη, την Οχρίδα, την Έδεσσα, την Αμφίπολη, τους Φιλίππους και τη Χρυσούπολη, οι φοροεισπράκτορες επέβαλλαν στα καραβάνια έναν ειδικό εμπορικό φόρο που ονομαζόταν «κομέρκιον». Για τη συντήρησή της είχε δημιουργηθεί και την εκτελούσε ειδικό σώμα. Αργότερα, ασυντήρητη και εντός πολυδιασπασμένου κοινωνικού χώρου, η μεσαιωνική Εγνατία φιλοξένησε τα βήματα του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, σταυροφόρων, Νορμανδών και Τούρκων.
Το 1270 η Εγνατία οδός αναφέρεται ως συνδετικός οδικός άξονας ανάμεσα στο Δυρράχιο και στην Κωνσταντινούπολη και μέχρι το 16ο αιώνα χρησιμοποιείται βασικά ως εμπορικός δρόμος, που διακινούσε φυλές, θρησκεύματα, κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες, ήθη, έθιμα, οικονομίες, νοοτροπίες, αντιλήψεις. Πάνω στα ίχνη της αρχαίας Εγνατίας συναντιούνταν ομάδες από πραματευτές ή συνηθέστερα βιοτέχνες, χωρικούς ή εργάτες, από τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, που αναζητούσαν καλύτερους όρους ζωής. Πολλοί από αυτούς ήταν οικοδόμοι και έφευγαν κατά συντροφιές, που περιελάμβαναν όλες τις σχετικές ειδικότητες του χτίστη και του ξυλουργού. Μέσα στα πλανόδια αυτά σμήνη, μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς τους εποχιακούς εργάτες, αλλά και τους κατά παράδοση επαγγελματίες ζητιάνους, τους κραβαρίτες.
Η Εγνατία οδός διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα βυζαντινά και στα μεταβυζαντινά χρόνια για τη διάδοση του πολιτισμού και των διαφόρων πολιτιστικών ρευμάτων. Ζωγράφοι και συνεργεία ψηφιδογράφων ξεκινούσαν από την Κωνσταντινούπολη προς όλες τις κατευθύνσεις, διακινώντας συνεχώς τις ομάδες των καλλιτεχνών και τα έργα τους, όταν επρόκειτο για μικρογραφημένα χειρόγραφα, φορητές εικόνες, σμάλτα, είδη μικροτεχνίας, χρυσοχοΐας, αργυροχοΐας, χαλκουργίας ή κεντητικής.
Μετά την πτώση και διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την εδραίωση της οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή, η Εγνατία οδός βοήθησε τους Τούρκους να εξαπλωθούν και να καταλάβουν όλη τη Βαλκανική. Το δρόμο αυτό ακολουθούσαν οι γαζήδες, οι πολεμιστές της πίστης του Ισλάμ, προς τη Θράκη, τη Μακεδονία και από εκεί προς την Αλβανία, τη Σερβία και τη Βοσνία. Οι νέοι αφέντες του τόπου φρόντισαν για τη συντήρηση και φύλαξη του δρόμου και έκτισαν κατά μήκος του χάνια, καραβάν σεράια και μπεζεστένια (σκεπαστές αγορές για τη φύλαξη των προϊόντων). Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Εγνατία οδός ήταν ο κυριότερος χερσαίος δρόμος μετακίνησης εμπορευμάτων. Δέρματα, καπνά, πρώτες ύλες και μαλλί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ταξίδευαν προς τις παραδουνάβιες χώρες και την Κεντρική Ευρώπη με καραβάνια, που στην επιστροφή τους μετέφεραν διάφορα ευρωπαϊκά είδη πολυτελείας, χρυσές λίρες, αλλά και τις φιλελεύθερες ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Εγνατία οδός ήταν η μόνη αμαξιτή οδός, που οδηγούσε από την Κωνσταντινούπολη στις μουσουλμανικές περιοχές της Βοσνίας. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το δρόμο εποφθαλμιούσαν οι δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις (η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ιταλία εναντίον της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), γιατί τους εξασφάλιζε διέξοδο προς τα λιμάνια της Μεσογείου. Με την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκαν στην περιοχή νέα κράτη και νέα σύνορα, που διέκοπταν τη ροή των ταξιδιωτών και του εμπορίου. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η διεθνής πολιτική διαίρεση που ακολούθησε, επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη της Βαλκανικής και η Εγνατία οδός ξεχάστηκε.
Σήμερα τμήματά της αρχαίας Εγνατίας οδού σώζονται στην Αλβανία, στο κρατίδιο των Σκοπίων και στην Ανατολική Θράκη, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παραμένει σε ελληνικό έδαφος.
Πάνω στα βήματα του αρχαίου δρόμου ξεκίνησε το 1994 (και ολοκληρώθηκε το 2009) η κατασκευή της σύγχρονης Εγνατίας οδού, του μεγαλύτερου κλειστού αυτοκινητόδρομου της Ελλάδας με συνολικό μήκος 670 χλμ. Η νέα Εγνατία οδός ξεκινά από την Ηγουμενίτσα, διασχίζει ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα (περνάει από 11 νομούς συνολικά) και καταλήγει στους Κήπους, στα Ελληνοτουρκικά σύνορα, επαναφέροντας στη σημερινή πραγματικότητα μια ιστορική διαδρομή για τη διασύνδεση της Δυτικής και της Νότιας Ευρώπης με την Ανατολή.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων που πέρασαν η Εγνατία οδός, η via Egnatia των Ρωμαίων, ο δρόμος των δαιμόνιων Ελλήνων εμπόρων των χρόνων της Τουρκοκρατίας και των ξενιτεμένων, των δασκάλων του νέου ελληνισμού για την αφύπνιση πριν τον ξεσηκωμό του Γένους, υπήρξε μία πραγματικά «ιστορική» οδός, ο σημαντικώτερος οδικός άξονας της ανατολικής Βαλκανικής, εξυπηρετώντας τους στρατηγικούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους τριών αυτοκρατοριών, της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής και της Οθωμανικής, επηρεάζοντας την τύχη τους και διευκολύνοντας όχι μόνο τη μεταφορά στρατευμάτων, όπλων, ανθρώπων και εμπορευμάτων, αλλά και ιδεών, γνώσεων και πολιτισμού.