Να συγκρατήσουμε στο μυαλό μας την 19η Μαρτίου 2013, ως ημερομηνία που θα αποκτήσει ιστορική σημασία με ιδιαίτερη αναφορά στον Ελληνισμό.
Δύο τελείως διαφορετικά γεγονότα, με άδηλη μέχρι στιγμής την εξέλιξη και -κυρίως- την έκβασή τους συνέβησαν αυτή τη μέρα.
Το πρώτο, το πρωί, στο Βατικανό. Όλως παραδόξως, χωρίς να του δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην Ελλάδα. Όχι διότι το επισκίασαν τα γεγονότα της Κύπρου. Σ’ αυτές τις λίγες γραμμές, ή τα λίγα λεπτά, που τα μέσα ενημέρωσης αφιέρωσαν στην ενθρόνιση του νέου Πάπα Ρώμης, το στοιχείο της ανάγνωσης του Ευαγγελίου αποκλειστικά στην Ελληνική γλώσσα δεν έλαβε το μερίδιο σημασίας που του αναλογούσε –και συνεχίζει να του αναλογεί. Συχνά ομφαλοσκοπούμενοι αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα με μόνο κριτήριο την άμεση επίδραση που πιθανόν να έχουν για την Ελλάδα, και μάλιστα από μία καθαρά χρησιμοθηρική σκοπιά. Χάνοντας (ή αδιαφορώντας για) την διεθνή βαρύτητα που κάποια πιθανώς να εμπεριέχουν.
Το γεγονός της ανάγνωσης του Ευαγγελίου στην Ελληνική αποκτά βαρύνουσα σημασία διότι δεν συνέβη σε μία συνάντηση προκαθημένων των δύο εκκλησιών, αλλά σε επισημότατη τελετή αυτής της ίδιας της Καθολικής Εκκλησίας, παρουσία προκαθημένων και εκπροσώπων δογμάτων και θρησκειών όλου του κόσμου, παρουσία πολιτικών ηγετών του (χριστιανικού τουλάχιστον) κόσμου και σε κοινή (τηλεοπτική θέα) της παγκόσμιας κοινότητας.
Με δεδομένο ότι τέτοιες ενέργειες αντιμετωπίζονται με περίσκεψη και σοβαρότητα στους εκκλησιαστικούς χώρους και ποτέ με όρους τηλεοπτικών εντυπώσεων, ούτε και αποτελούν πρωτοβουλία της στιγμής μεμονωμένων προσώπων, το γεγονός αποτελεί μήνυμα αδήλου για την ώρα περιεχομένου. Η στιγμή όμως, ανεξαρτήτως των εξελίξεων, έχει ήδη το ιστορικό της βάρος.
Το δεύτερο, το απόγευμα, στην Κύπρο. Στην Κυπριακή Βουλή. Ανεξαρτήτως της σωστής ή πλημμελούς προετοιμασίας και στάσεως της Κυπριακής Κυβέρνησης έναντι των προβλημάτων που ήταν γνωστό ότι θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν στις ευρωπαϊκές διασκέψεις της προηγούμενης εβδομάδας, ανεξαρτήτως ακόμη και από τις ελπίδες αποτελεσματικών χειρισμών με σκοπό μία αίσια έκβαση και την αποφυγή μίας καταστροφής για τον κυπριακό Ελληνισμό, ακόμη περισσότερο, παρά τον κίνδυνο μίας τέτοιας καταστροφής, η Κυπριακή Βουλή είναι η πρώτη στην Ευρώπη που είπε ΟΧΙ στην γεμάτη περιφρόνηση για τους λαούς στάση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, που είπε ΟΧΙ στον απροκάλυπτο γερμανικό ηγεμονισμό, που είπε ΟΧΙ σ’ αυτόν τον κατήφορο δίχως τέλος της ευρωπαϊκής περιπέτειας.
Παρά την τόσο ξένη για τους Ελλαδίτες ομόψυχη διάθεση συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών της κομμάτων, παρά την λαϊκή ομοψυχία που οικοδομείται στη μεγαλόνησο με πρωτοστάτη τον Αρχιεπίσκοπο και την Εκκλησία της Κύπρου, είναι πολύ πιθανό να δούμε την Κύπρο σε φοβερά δύσκολη κατάσταση, έρμαιο αδηφάγων ορέξεων των δυνατών αυτού του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, η αξία του ΟΧΙ της δεν θα μειωθεί. Και είναι ήδη ένα από τα μεγάλα βήματα, είναι ίσως το πρώτο μεγάλο βήμα για την αλλαγή στη Ευρώπη. Αυτή είναι και η μεγάλη προσφορά της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια, προσφορά που επιτελείται με γενναιότητα και θάρρος.