Στις μέρες μας το να μιλήσεις για το σχολείο του σήμερα φαίνεται εκ προοιμίου περιττό ή ατελέσφορο. Και τούτο γιατί πολλά λέγονται και ελάχιστα γίνονται.
Επικρατεί, σε όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας, ένας ακατάσχετος βερμπαλισμός, που εκπέμπεται από πολιτικούς, δημοσιογράφους, συνδικαλιστές, εκπαιδευτικούς κ.ά., οι οποίοι διαπιστώνουν μεν την δεινή κατάσταση των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων, εφαρμόζουν μεταρρυθμίσεις, “εκσυγχρονίζουν” το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά όμως χρόνια ολόκληρα θεραπεία δεν έχει βρεθεί. Κι αυτό γιατί, όπως πολύ εύστοχα, ειλικρινά και εμπεριστατωμένα επισημαίνει ο καθηγητής και εμβριθής διανοητής Χρήστος Γιανναράς «στο καθεστώς της κομματοκρατίας δεν υπάρχει πτυχή του κοινωνικού και του κρατικού βίου που να μην υπηρετεί πρωτίστως (ή αποκλειστικά) τα κόμματα.
Το Σύνταγμα το συντάσσουν τα κόμματα, το ψηφίζουν τα κόμματα, το αναθεωρούν τα κόμματα, ερήμην του λαού. Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (εγγυητή του πολιτεύματος) τον εκλέγουν τα κόμματα με παρασκηνιακό μεταξύ τους αλισβερίσι. Τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων, το ίδιο. Την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, επίσης. Ο συνδικαλισμός είναι κομματικός: υπηρετεί τις σκοπιμότητες των κομμάτων, όχι τα συμφέροντα των εργαζομένων. Η τοπική δήθεν αυτοδιοίκηση κομματικά κατευθυνόμενη. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης διαπλεκόμενα με τα κόμματα. Οι εκλογές πρυτάνεων και προέδρων Τμημάτων στα Πανεπιστήμια έχουν προαποφασιστεί στα κομματικά γραφεία. Τα διοικητικά συμβούλια επιστημονικών συλλόγων, επιμελητηρίων, κρατικών θεάτρων, ερευνητικών ινστιτούτων, δημόσιων και ημιδημόσιων οργανισμών κοινής ωφέλειας κομματοκρατούνται. Το ίδιο και οι συνελεύσεις πανεπιστημιακών τμημάτων, οι σχολικές εφορείες, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι σύλλογοι των αποδήμων σε κάθε γωνιά της γης. Καθεστώς στην κυριολεξία ολοκληρωτικό, η κομματοκρατία δυναστεύει ανάλγητα το κοινωνικό σώμα, το φιμώνει, το εκβαρβαρώνει».
Μέσα σε αυτό τον αναξιοκρατικό ορυμαγδό αλλοιώνεται, αποστεώνεται, χάνεται και τελικά πεθαίνει η αξία και η αξιοπρέπεια του προσώπου χωρίς κομματική ομπρέλλα. Και η ολοκληρωμένη παιδεία, πάνω από κομματικές αγκυλώσεις και στρεβλώσεις, είναι η δυνατότητα υπεύθυνης διαμόρφωσης των προσωπικών μας επιλογών, η αξία και η δύναμη στην ελευθερία, που είναι το πιο πολύτιμο πνευματικό και κοινωνικό αγαθό για τον άνθρωπο. Ελευθερία έκφρασης και ανάπτυξης ιδεών, και ελευθερία ατομικών επιλογών και πλοήγησης με γνώμονα μια προσωπική πυξίδα.
Προσπαθώντας να κάνω μια σύντομη αλλά περιεκτική αναδρομή στο παρελθόν, διαβάζω στο βιβλίο «Ξύλινη γλώσσα» του Γ. Καλιόρη, έκδοση του 1991:
«Η περιλάλητη αναβάθμιση – της Παιδείας, της Διοικήσεως κ.λ.π. – κατάντησε ψευδώνυμο της λούφας και της συντεχνιακής ανευθυνότητας, της ήσσονος προσπάθειας και της άκοπης προαγωγής: στην εκπαίδευση λ.χ. σημαίνει να μην καταργηθεί η επετηρίδα κι οι πτυχιούχοι των πανεπιστημίων να διορίζονται σε γυμνάσιο και λύκειο με μόνο προσόν το πτυχίο – κι αυτό ανεξαρτήτως βαθμού – χωρίς άλλη μετεκπαίδευση ή προπαρασκευή∙ οι καθηγητές της Μέσης να συνεχίσουν να προάγονται αυτομάτως, και αναξιολόγητα άμα τη συμπληρώσει ορισμένοι χρόνου, δίχως έλεγχο επιθεωρητών ή άλλης προϊσταμένης αρχής∙ οι μαθητές να προάγονται άνευ εξετάσεων στο γυμνάσιο καθώς και από το γυμνάσιο στο Λύκειο, ενώ στην ανώτατη εκπαίδευση να καταργηθεί ο «αυταρχισμός» των εξετάσεων και η «καπιταλιστική εντατικοποίηση των σπουδών», να καταχωρηθεί εσαεί το ένα εγχειρίδιο και να θεσμοποιηθεί η παρεργομάθεια. Και γενικώς οι πάντες ζητούν αναβάθμιση των πάντων φτάνει να μην θιγούν τα υποβαθμιστικά “κεκτημένα” του καθενός». (εκδ. «Αρμός», σελ. 231).
Στην πορεία των εξελίξεων στην Εκπαίδευση, χάθηκε στην πράξη ο στόχος και το όραμα: απόλυτα ζητούμενα είναι η χρησιμοθηρική γνώση που θα δώσει επιτυχία στις εξετάσεις και επαγγελματική αποκατάσταση. Συνέπεια είναι η αποξένωση του μαθητή από το σχολείο, η αντικατάστασή του από το φροντιστήριο, η επικέντρωση στο ειδικό, δηλαδή στις γνώσεις που θα εξασφαλίσουν την επιτυχία στις εξετάσεις και η συνακόλουθη απώλεια του γενικού, της «εποπτείας», δηλαδή της γνώσης με τη βαθύτερη έννοια του όρου, του νοήματος και του οράματος. Το ζητούμενο στην παιδεία μας έπαψε να είναι πλέον η αναζήτηση της αλήθειας, η έρευνα, η καθολική γνώση, η σφαιρική-συνθετική αντιμετώπιση των πραγμάτων, η διαμόρφωση ήθους, δηλαδή τρόπου ζωής και νοηματοδότησης του βίου. Οι πολλές αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, η αξιοποίηση των αρχών της παιδικής ψυχολογίας και των σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων θεωρήθηκαν πανάκεια για την αναβάθμιση του σχολείου. Αλλά το πρόβλημα παραμένει βαθύτερο και έγκειται στην απουσία της σχέσης.
Πρωταρχικά, η σχέση διδάσκοντα και μαθητή, μια σχέση που πρέπει να είναι ουσιαστικά μορφωτική για να γίνει «διδακτική», θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ευπρέπεια και αλληλοεκτίμηση. Η σχέση της αγάπης, εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας είναι προϋπόθεση για την διδασκαλία κάθε πράγματος. Τόσοι επιτυχημένοι δάσκαλοι έχουν αποδείξει ότι πρώτα διδάσκει το παράδειγμα, η ζωή. Σχολείο ίσον δάσκαλος και το του Πλάτωνος: «παιδεία εστί ου την υδρία πληρώσαι αλλά ανάψαι αυτήν», η παιδεία είναι φλόγα ψυχής και όχι γέμισμα άδειου δοχείου.
Τούτη η απόπειρα διαμόρφωσης «οράματος» για την Παιδεία θαρρώ είναι η τελική. Όλοι μας παίρνουμε μαθήματα, προσπαθώντας να γράψουμε για την παιδεία σε εποχή πνευματικού, κοινωνικού και οικονομικού αναβρασμού. Δεν μπορούμε να γράψουμε εύκολα για ό,τι αγαπούμε πολύ και μας πληγώνει. Η αγάπη μας κάνει την άποψη εξομολογητική ή παράπονο. Η εξομολόγηση είναι προσωπική, όπως είναι και το παράπονο. Χρειάζεται απόσταση, για να μην προσθέσουμε ταραχή στην ταραχή αλλά, αντίθετα, να προσφέρουμε στήριγμα έστω κι αμυδρό.
Περπατώντας ανάμεσα στα αποκαΐδια του δάσους της παιδείας μας, συνήθως καταφεύγουμε σε φαεινές εξαιρέσεις για να συναντήσουμε τις συστάδες δροσιάς και το καταφύγιο ζωής των δέντρων που δεν κάηκαν και θάλλουν και αντιστέκονται, ώστε να στηριχθούμε στον αγώνα για να ξαναδώσουμε δροσιά στο χώμα που διψά, προστασία στους σπόρους που ανυπομονούν να φυτρώσουν, θάρρος στα λουλούδια που φοβούνται να μην ποδοπατηθούν πριν ανθίσουν.
Ανάμεσα στις πολυάριθμες μορφές που παίρνει η βία, εκείνη που φαίνεται να μας αναστατώνει περισσότερο είναι η σχολική, το πιθανότερο γιατί συγκρούεται με ιδανικά που τρέφουμε όλοι μέσα μας για την παιδική ανεμελιά και αθωότητα. Ό,τι ξέρουμε για την «αυλή» του σχολείου είναι η εικόνα που έχουμε περνώντας απ΄έξω κάποιο πρωινό: χαρούμενες νεανικές φωνές, κυνηγητό κάτω από τις μπασκέτες και χαμόγελα ευτυχίας, παρόλο που η προσωπική εμπειρία του καθενός, όσα χρόνια και αν μας χωρίζουν από αυτήν την «αυλή», καταγράφει την αντίφαση. Ποτέ το σχολείο δεν ήταν ο παράδεισος που θέλουμε μεγαλώνοντας να πιστεύουμε. Ωστόσο, δεν μιλούσαμε συχνά για περιστατικά βίας ανάμεσα σε μαθητές, μέσα ή λίγο έξω από τη σχολική κοινότητα.
Με τον όρο «σχολική βία» αναφερόμαστε σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών, που μπορεί να εκτείνεται από την λεκτική επιθετικότητα μέχρι και την τέλεση εγκληματικών πράξεων. Σ’ αυτό το φάσμα εντάσσονται απειλές, υβριστικές επιθέσεις, σπρωξίματα, σεξουαλικές παρενοχλήσεις ή ακόμη και ξυλοδαρμοί. Τα περιστατικά αφορούν κυρίως μαθητές ή μαθητές και εξωσχολικούς, σπανιότερα εμπλέκουν εκπαιδευτικούς, ενώ συμμετοχή ενδέχεται να υπάρχει και από γονείς. Η καταγραφή των εκδηλώσεων βίας παραμένει μια σκοτεινή υπόθεση, πρώτον λόγω της σχετικότητας-ασάφειας του ορισμού της σχολικής βίας και δεύτερον λόγω πιθανής απόκρυψης των περιστατικών είτε από τα ίδια τα παιδιά είτε από τη σχολική κοινότητα.
Σαφώς και το φαινόμενο της σχολικής βίας δεν είναι καθολικό ούτε αφορά όλους τους μαθητές. Το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας και τα βιώματά της, η δεδομένη σχολική κοινότητα αλλά και η προσωπικότητα του μαθητή είναι στοιχεία που αλληλοδιαπλέκονται και καταλήγουν στην εμφάνιση της όποιας επιθετικής συμπεριφοράς. Επειδή ακριβώς πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό, «ψυχοκοινωνικό» και όχι «ψυχολογικό» πρόβλημα, η επίλυσή του θα πρέπει να αναζητηθεί στη συνεργασία πολλών, για την ακρίβεια όλων, όσοι ενδιαφέρονται για το σχολείο και τα παιδιά: μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς, ειδικοί, τοπική κοινωνία, Εκκλησία. Αν όλοι μαζί καταφέρουν να δημιουργήσουν ένα σχολείο-κοινότητα, που θα λειτουργεί σαν δεύτερο σπίτι με αξίες, με οράματα και με σεβασμό στον άνθρωπο, τότε τα πράγματα θα είναι σαφώς καλύτερα.
Η βία είναι ένας τρόπος άμυνας απέναντι σε πραγματικούς ή φανταστικούς κινδύνους. Ο άνθρωπος που επιτίθεται, όσο περίεργο και αν ακούγεται, πρώτα από όλα φοβάται. Ας δημιουργήσουμε, λοιπόν, ένα σχολείο για να μη φοβάται και να μη φοβίζει.
Αναμφίβολα, η ανάγκη για αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί ένα από τα μείζονα προβλήματα της Ελλάδας. Αν όμως θέλουμε ως χώρα να μη μείνουμε πίσω σε όλους τους τομείς, θα πρέπει να θέσουμε τώρα τις βάσεις για το σχολείο του μέλλοντος.
Πως θα θέλαμε, λοιπόν, να είναι αυτό το σχολείο; Ο πρώτος στόχος που πρέπει να πραγματοποιηθεί είναι η ανοικοδόμηση σχολείων με ανθρώπινο πρόσωπο. Στη σύγχρονη εκπαίδευση απαιτούνται κτίρια που δε θα είναι «μουντά» και θα μοιάζουν με φυλακές, αλλά λειτουργικά με αίθουσες προσαρμοσμένες στις σημερινές παιδαγωγικές απαιτήσεις, εξοπλισμένες με τα απαραίτητα εποπτικά μέσα, με κατάλληλους χώρους για ποικίλες δραστηριότητες. Αίθουσες, πολλές φορές χωρίς θέρμανση και μόνωση, μας κάνουν να νιώθουμε εγκλωβισμένοι σ’ ένα χώρο που δε μας εκφράζει και δεν μπορεί να καλλιεργήσει τη δημιουργικότητα και τη φαντασία μας. Γιατί εκτός από τη γνώση, είναι απαραίτητο να παρέχονται και δυνατότητες για ψυχαγωγία και ενασχόληση με τα «χόμπι» και τις ιδιαίτερες κλίσεις των μαθητών. Παράλληλα, τα κτίρια είναι ανάγκη να πλαισιώνονται από δέντρα και πράσινο, μακριά από το τσιμέντο και το θόρυβο των πόλεων, που ηρεμούν και αναζωογονούν.
Στο σχολείο του μέλλοντος τα βιβλία θα πρέπει να είναι καλογραμμένα και προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις της εποχής μας. Επίσης, η διδασκαλία θα ήταν πιο ενδιαφέρουσα, αν υποστηριζόταν από κατάλληλο εποπτικό υλικό και ενσωμάτωνε σε καθημερινή βάση την εικόνα και το σχολιασμό της. Φωτογραφίες, βίντεο, cd, σύνδεση με το διαδίκτυο, διαδραστικοί πίνακες, θα έκαναν το μάθημα πιο ενδιαφέρον και έτσι αυτό θα ενεργοποιούσε περισσότερους από τους μαθητές μας.
Ωστόσο, σε σχέση με την αλόγιστη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο χώρο του σχολείου, είναι πολύ χρήσιμο να λάβουμε υπ’ όψιν τα σχετικά συμπεράσματα στην περίπτωση των ΗΠΑ που καταγράφονται στο βιβλίο «Η ανοκλήρωτη επανάσταση» του Μ. Δερτούζου (μακαρίτη πια), ο οποίος υπήρξε καθηγητής στο ΜΙΤ, επιστήμονας παγκόσμιας εμβέλειας και αυθεντία στους υπολογιστές. Γράφει:
«Σε ολόκληρο τον κόσμο, αγέλες πολιτικών, οδηγούμενες από αυτούς των Η.Π.Α., επαναλαμβάνουν το ακατάληπτο δόγμα του συρμού ότι εκατομμύρια παιδιών σε χιλιάδες σχολεία πρέπει να είναι διασυνδεδεμένα. Μπορείτε να αισθανθείτε τη ζέση τους. Δεν είναι τόσο υπεύθυνο και μοντέρνο να θέσουμε τη νέα τεχνολογία στην υπηρεσία του ευγενικότερου κοινωνικού στόχου της εκπαίδευσης των παιδιών μας; Όχι ακριβώς. Μετά από 35 χρόνια πειραματισμών με τους υπολογιστές σε διάφορους τομείς της εκπαίδευσης, δεν έχει βρεθεί ακόμη απάντηση στο κεντρικό ερώτημα: “Οι υπολογιστές είναι πράγματι αποτελεσματικοί στην εκπαίδευση;”. Τα στοιχεία από πολυάριθμες μελέτες πάνω στο αν οι υπολογιστές βελτιώνουν την ουσιαστική μαθησιακή διαδικασία είναι συντριπτικά εκκρεμή…. Ας ασχοληθούμε απλώς με μια στατιστική από τον σωρό των στοιχείων. Οι Αμερικανοί μαθητές γυμνασίου και λυκείου κατατάσσονται σταθερά από δωδέκατοι μέχρι δέκατοι όγδοοι, διεθνώς, στις ικανότητες που εμφανίζουν στα μαθηματικά και τη φυσική, ενώ οι Ασιάτες μαθητές έρχονται πρώτοι. Και όμως οι Αμερικανοί μαθητές έχουν πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση σε υπολογιστές απ’ ό,τι οι αντίστοιχοι Ασιάτες. Τι είναι αυτό που κάνουν οι Ασιάτες εκπαιδευτικοί χωρίς την τεχνολογία, που καλό θα ήταν να μιμηθούν οι Αμερικανοί εκπαιδευτικοί; Ένας λόγος που οι απόψεις συνεχίζουν να είναι διχασμένες έχει άμεση σχέση με αυτό που κάνουν καλύτερα οι άνθρωποι – δάσκαλοι. Δηλαδή να ανάβουν τη φλόγα στην ψυχή του μαθητή, να τον στηρίζουν, να αποτελούν πρότυπο. Κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μεταφέρεται εύκολα μέσω της πληροφορικής». (Εκδ. «Λιβάνη», σελ 243-244).
Παρήλθαν 10 χρόνια από τότε που γράφτηκε το βιβλίο και ήδη στην Αμερική- «αν θέλεις να δεις την Ελλάδα του μέλλοντος επισκέψου την σημερινή Αμερική»- υπάρχει τρομερή ανησυχία για τον διαδικτυακό εθισμό ή «ηλεκτρονική μορφίνη» όπως ονομάζεται.
Παράλληλα σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ανάγεται, «αναβαθμίζεται» η πληροφορία, δηλαδή το εφήμερο, το πρόσκαιρο και χρήσιμο, σε «Μεγάλη Ιδέα» της Παιδείας και να εξοβελίζεται ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας του σχολείου. Πολύ σημαντικές σε αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε τις ομαδικές εργασίες, όπου δίνεται η ευκαιρία να δεθούν οι μαθητές και οι μαθήτριες περισσότερο μεταξύ τους, να ανταλλάξουν απόψεις, να εξασκηθούν στο διάλογο και να μάθουν να σέβονται τις απόψεις των άλλων. Άλλωστε, το σύγχρονο σχολείο θα πρέπει να αποτελεί με την ομαδική του ζωή μια μικρογραφία της σύγχρονης, προηγμένης κοινωνίας. Και θα πρέπει, επίσης, να προβάλλει ηθικά πρότυπα και αξίες, όπως είναι η δημοκρατία, η ελευθερία, ο ανθρωπισμός.
Όλα, βέβαια, τα παραπάνω δεν έχουν νόημα, αν δεν τα χειρίζονται κατάλληλοι και επαρκώς ενημερωμένοι εκπαιδευτικοί. Συγκεκριμένα, το σχολείο του μέλλοντος πρέπει να βασίζεται όχι μόνο σε άρτια καταρτισμένους στον επιστημονικό τομέα δασκάλους-καθηγητές, αλλά και με επαρκείς γνώσεις παιδαγωγικής και ψυχολογίας, για να επικοινωνούν καλύτερα με τους εφήβους. Οραματιζόμαστε, λοιπόν, δασκάλους-καθηγητές που πάνω απ’ όλα θα είναι άνθρωποι, θα συμβάλλουν όχι μόνο στην καλλιέργεια του πνεύματος με το να είναι καταρτισμένοι και ικανοί στη μετάδοση της γνώσης, αλλά θα συζητούν με τους μαθητές τους για θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, που τους απασχολούν. Άρα θα πρέπει να είναι προσιτοί, ευχάριστοι, με φαντασία, με μεγάλη υπομονή και κατανόηση. Θέλουμε από τους καθηγητές και τους δασκάλους να «ανοίγουν δρόμους», να μη μεταδίδουν στείρες γνώσεις αλλά να «ερεθίζουν» το νου και την ψυχή , για να γίνουν οι μαθητές και οι μαθήτριές τους άνθρωποι ελεύθεροι και σκεπτόμενοι.
Γι’ αυτό, λοιπόν, θα επιθυμούσαμε το σχολείο, στο οποίο τα μέλη της μαθητικής κοινότητας περνούν ένα σημαντικό διάστημα της ζωής τους και αυτό αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της, να έχει πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Να στοχεύει στη διαμόρφωση ελεύθερων προσωπικοτήτων, που θα διακρίνονται για την ανθρωπιά, την ανοχή στη διαφορετικότητα, την ευαισθησία, στοιχεία τόσο σπάνια πια στην εποχή μας. Χρειαζόμαστε ένα σχολείο που, πέρα από τις γνώσεις που θα παρέχει, θα διαμορφώνει και θα υπηρετεί τον άνθρωπο.
Μια προϋπόθεση: αν μετράμε το σχολικό χρόνο για όλα αυτά με το χρονόμετρο – κι αυτό συχνά μας επιβάλλεται από τη διδακτέα ύλη και το βραχνά της – τέτοιες προσπάθειες δεν ευοδώνονται. Στην περίπτωση που οι μαθητές εργάζονται ομαδικά, διευρύνουν μόνοι τους το αντικείμενο και παράγουν σκέψη και λόγο δικό τους, ο σχολικός χρόνος που απαιτείται είναι μεγαλύτερος. Η χρήση της σχολικής βιβλιοθήκης και του εργαστηρίου των Η/Υ για τη διδασκαλία αντικειμένων διαφορετικών από αυτό της πληροφορικής σημαίνει «απώλεια χρόνου», με τη συμβατική έννοια του όρου. Όμως, συνήθως, ό,τι χάνω σε απόλυτους αριθμούς το κερδίζω σε εμβάθυνση. Οι μαθητές ερευνούν τις πηγές της γνώσης, τις επεξεργάζονται και τις κρίνουν, μαθαίνουν να συνεργάζονται, αυτοδιορθώνονται. Το πιο σημαντικό: συμμετέχουν στην παραγωγή της γνώσης.
Τεχνολογία χρησιμοποιούμε ήδη στη διδασκαλία μας. Χαρτί και μολύβι, πίνακα και κιμωλία. Μόνο που πρόκειται για τεχνολογία πολυχρησιμοποιημένη και γι’ αυτό το λόγο «διαφανή». Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τους υπολογιστές. Ίσως κάποιοι από εμάς να είμαστε παρόντες και να το δούμε. Αδιαμφισβήτητα, το νέο σχολείο δεν πρέπει να είναι "ξύλινο" και απωθητικό. Ο μαθητής δεν πρέπει να είναι έρμαιο της νέας τεχνολογίας, αλλά αντίθετα να τη χρησιμοποιεί για να μαθαίνει ευκολότερα τις γνωστικές παραμέτρους των γνωστικών αντικειμένων. Για να μην αναγκαστούμε στο τέλος να προσυπογράψουμε στην πράξη το στίχο του Έλιοτ: «Χάσαμε τη σοφία για χάρη της γνώσης, χάσαμε τη γνώση για χάρη της πληροφορίας».
Είναι γεγονός ότι σήμερα, πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν, οι νέοι μας ζουν σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, κατάρρευσης αξιών και προτύπων, αλλά και μεγάλων απαιτήσεων και ανταγωνισμού. Η πρωτοφανής πράγματι κρίση στην παγκόσμια οικονομία και πρόσφατα στη χώρα μας, που οι μεγαλύτεροι τους προκάλεσαν, δημιουργεί αμείλικτα ερωτηματικά και ένα κλίμα απογοήτευσης, ανασφάλειας ή ακόμη και φόβου, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των νέων στο ίδιο τους το μέλλον. Μονολεκτικές ή απλουστευτικές απαντήσεις στα σύνθετα ερωτήματα που εγείρονται δεν υπάρχουν. Ούτε όμως, άκριτες αμφισβητήσεις, γενικευμένοι αφορισμοί ή ισοπεδωτικές λογικές, δίνουν ποτέ διέξοδο σε τίποτα και σε κανέναν, αλλά οδηγούν μόνο σε πνευματικό μαρασμό, οπισθοδρόμηση και αποτυχία.
Η Γνώση και η Παιδεία αποτελούν λοιπόν θεμέλιο λίθο μιας πολιτισμένης κοινωνίας, και απαραίτητη προϋπόθεση για την ατομική και συλλογική εξέλιξη, ελευθερία και ανάπτυξη. Είναι υποχρέωση όλων μας να προσπαθούμε συνειδητά και με ειλικρίνεια να την προστατεύσουμε από κάθε κίνδυνο απαξίωσης.