Στις αρχές Οκτωβρίου του 2001 έληγε η προθεσμία υποβολής αιτήσεων χρηματοδότησης νέων επιχειρήσεων στα πλαίσια του προγράμματος ενίσχυσης της Νεανικής Επιχειρηματικότητας. Πρόκειται για ένα τυπικό πρόγραμμα ενίσχυσης ίδρυσης νέων επιχειρήσεων με στόχο την ενθάρρυνση νέων ανθρώπων για την ανάπτυξη επιχειρηματικής δράσης σε μια σειρά από τομείς δραστηριοτήτων. Μέχρι εδώ όλα καλά.
Το πρώτο ερωτηματικό δημιουργήθηκε με την επιλογή για τη διαχείριση του προγράμματος ενός φορέα με μειωμένο βαθμό αξιοπιστίας και κοινωνικής αποδοχής, του ΕΟΜΜΕΧ. Και στα πλαίσια της αποκέντρωσης, μοναδικό σημείο επαφής με τον εν λόγω φορέα ήταν η έδρα του στην Αθήνα. Ήταν διάχυτη η καχυποψία ότι ο συγκεκριμένος οργανισμός θα δυσκολευόταν αρκετά στην υλοποίηση του προγράμματος, όμως η καχυποψία αυτή ήταν κατώτερη της πραγματικότητας. Ο ΕΟΜΜΕΧ δυσκολεύεται όχι να υλοποιήσει, αλλά να εκκινήσει το πρόγραμμα, καθώς μετά από 5,5 μήνες είναι άγνωστο το που βρίσκεται η διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεων χρηματοδότησης. Και φυσικά αυτή η κατάσταση προδιαθέτει και για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν στην υλοποίηση του προγράμματος.
Παρόμοια κατάσταση έχει δημιουργηθεί και με το επιχειρησιακό πρόγραμμα Αγροτική Ανάπτυξη του Υπουργείου Γεωργίας και συγκεκριμένα το μέτρο 2.1 «Επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων». Παρά το γεγονός ότι με την Κοινή Απόφαση 450/29/0/2001 ορίζονται σαφώς τα χρονικά διαστήματα υποβολής αιτήσεων-μελετών χρηματοδότησης (2/1-10/3 και 1/7-10/9 κάθε έτους) το Υπουργείο Γεωργίας δεν έχει προχωρήσει ακόμα στην αποδοχή αιτήσεων για το διάστημα 2/1-10/3/2002, εξαιτίας αδυναμίας να διεκπεραιώσει τις αιτήσεις του προηγούμενου κύκλου. Αρκετοί επιχειρηματίες είδαν το συγκεκριμένο πρόγραμμα ως μια πολύ καλή ευκαιρία να προχωρήσουν σε εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων τους και αύξηση δυναμικότητας. Βάσει των προδιαγραφών του προγράμματος προέβησαν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ωρίμανσης των επενδύσεων (μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, προεγκρίσεις χωροθέτησης κλπ), ώστε να είναι απόλυτα έτοιμοι για την υποβολή των επενδυτικών τους σχεδίων. Αρκετοί μάλιστα προχώρησαν και σε σύναψη δανείων με τράπεζες, με δεσμευτικές ημερομηνίες. Όμως αυτή τη στιγμή περιμένουν, χωρίς απόλυτη βεβαιότητα για το πότε, το «άνοιγμα» των ημερομηνιών για την υποβολή αιτήσεων. Η ενημέρωση από το Υπουργείο Εργασίας μεταθέτει συνεχώς τις ημερομηνίες. Στις αρχές Ιανουαρίου, η έναρξη υποβολής αιτήσεων προσδιοριζόταν στα μέσα Φεβρουαρίου, στη συνέχεια μετατέθηκε στις αρχές Μαρτίου και πρόσφατα μετακινήθηκε στα μέσα με τέλη Απριλίου. Και να ληφθεί επίσης υπ΄ όψιν ότι επιλέξιμες είναι οι δαπάνες που πραγματοποιούνται όχι μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, αλλά μετά την αποστολή προεγκριτικής επιστολής. Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας η αποστολή αυτών των επιστολών τοποθετείται χρονικά σε διάστημα περίπου έξι μηνών μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων.
Δηλαδή ένας επιχειρηματίας που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2001 να προγραμματίζει μια επένδυση με στόχο να ξεκινήσει την υλοποίησή της το καλοκαίρι του 2002 θα πρέπει να περιμένει μέχρι περίπου το τέλος του 2002. ’Ισως για το δημόσιο μια καθυστέρηση 6 μηνών να είναι σταγόνα στον ωκεανό, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως όταν πρόκειται για επενδύσεις που στοχεύουν σε αύξηση δυναμικότητας λόγω απαιτήσεων της αγοράς. Η εναλλακτική λύση βέβαια έιναι η πλήρης απεμπλοκή της επένδυσης από τη διαδικασία της χρηματοδότησης, κάτι που ουσιαστικά ακυρώνει το χαρακτήρα του θεσμού των επιδοτήσεων.
Σε κάθε περίπτωση, όπως το δημόσιο συνηθίζει να θέτει δεσμευτικές ημερομηνίες για μια σειρά πράξεων (υποβολή αιτήσεων χρηματοδότησης, υποβολή φακέλων προσφορών, συμμετοχή σε προσκλήσεις ενδιαφέροντος, την υποβολή φορολογικών δηλώσεων κλπ), η υπέρβαση των οποίων επιφέρει παθητικές (μη συμμετοχή σε διαδικασίες αξιολόγησης) ή ενεργητικές (πρόστιμα) κυρώσεις στους ενδιαφερόμενους, θα πρέπει να μάθει να τηρεί τις προθεσμίες που το ίδιο θέτει στον εαυτό του.
Όλα αυτά δεν είναι καινούρια, είναι γνωστός ο τρόπος που λειτουργεί, ή μάλλον που δε λειτουργεί ο ευρύτερος δημόσιος τομέας. Όμως κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται και να επαναλαμβάνονται, να στηρίζονται και να παρουσιάζονται, κυρίως από τους αρμόδιους συλλογικούς και άλλους φορείς.
Δυστυχώς, γι αυτούς και για πολλούς λόγους που χρειάζονται πολλές σελίδες για να αναλυθούν, ίσως τα προγράμματα χρηματοδότησης επιχειρήσεων, με τους τρόπους που υλοποιούνται και τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις των φορέων διαχείρισης, θα έπρεπε να μετονομαστούν σε προγράμματα παρενόχλησης επιχειρήσεων, τουλάχιστο εκείνων των μικρομεσαίων και μικρομικρών επιχειρήσεων, που προσπαθούν μέσα στα πλαίσια διαφανών διαδικασιών να διεκδικήσουν το «κομμάτι της πίτας» που τους αναλογεί για να προβούν σε πραγματικά αποδοτικές επενδύσεις.