Η προπαγάνδα, μέσο με το οποίο οι φασισμοί έπεισαν και κινητοποίησαν λαούς έδειξε τη σημασία της ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σαν μέσο ‘διαφώτισης’ της κοινής γνώμης, αλλά και αλλοίωσης των γεγονότων.
Για τους ναζί πάντως «η άμεση προπαγάνδα, είτε ομιλούσα είτε τυπωμένη, ήταν μονάχα η μια πλευρά μιας ευρύτερης επίθεσης στο μυαλό και τις αισθήσεις για να δημιουργηθεί η καινούργια ψυχολογία και τέλος ο ‘καινούργιος άνθρωπος’». Ο show man Μουσολίνι έδειξε τον δρόμο στον Χίτλερ. Δημόσιες τελετές και οπτικά τεχνάσματα κάθε είδους, τέχνη και μαζική κουλτούρα, αρχιτεκτονική, ‘μεγάλες πολιτιστικές καινοτομίες’ και νέες τεχνολογικές κατακτήσεις, τύπος, ραδιόφωνο, λογοτεχνία, μουσική, θέατρο, κινηματογράφος, χειραγωγούν λαούς, συγκαλύπτουν, πείθουν.
«Οι άνθρωποι κατά κανόνα έκαναν ανάμεσα στον ηγέτη και στον κομματικό μηχανισμό. Ο ηγέτης παρείχε έμπνευση και σιγουριά...
...Οι μαζικές συγκεντρώσεις, οι παρελάσεις και οι πορείες προσέφεραν στον κόσμο μια τελετουργία και εξέπεμπαν ένα αίσθημα δύναμης που υπογράμμιζε την ανημποριά του ατόμου».
Με τη σειρά του ο Γκαίμπελς δείχνει το δρόμο στους Ιταλούς.
Στον πόλεμο της Αιθιοπίας η προπαγάνδα αποδείχθηκε ισάξια αν όχι ανώτερη της σύγχρονης στρατιωτικής τεχνολογίας καθορίζοντας τόσο την έκβαση όσο και την ενίσχυση της εικόνας του Duce.
Το 1935 ιδρύεται Υπουργείο Προπαγάνδας και ακολουθεί (1937) το MinCupPop.
Μήπως και ο όρος αυτάρκεια δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο προπαγάνδα;
Με τρόπο ανάλογο με εκείνον στη Γερμανία, η προπαγάνδα, η οργάνωση της εκπαίδευσης και το dopolavoro (αντίστοιχο του Kraft durch Freude, αν και ποτέ δεν απόκτησε τέτοια έκταση) βοηθούν τον ιταλικό φασισμό να μποϋκοτάρει συνειδήσεις.
Γενικά, οι φασισμοί στηρίχθηκαν στην προπαγάνδα και τη μαζική καταστολή. Οι αντιστοιχίες και οι ομοιότητές τους όμως επεκτείνονται σχεδόν σε όλους τους τομείς: «Οι υποσχέσεις για αποσόβηση της κομμουνιστικής επανάστασης, για οικονομική ασφάλεια και εθνικούς θριάμβους ικανοποιούσαν βασικά αιτήματα των μεσαίων τάξεων. Ο κορπορατισμός, ο αυταρχισμός, ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός, το κόμμα-κράτος, ο συγκεντρωτισμός, η λογοκρισία και η εχθρότητα προς τους διανοούμενους χαρακτήρισαν εξίσου τον φασισμό και τον ναζισμό... Ενώ όμως ο ακραίος ρατσισμός και ο απόλυτος αντισημιτισμός αποτέλεσαν βασικούς άξονες της ναζιστικής ιδεολογίας, ο ιταλικός φασισμός δεν διακρινόταν για τέτοιου είδους αποκλεισμούς, τους οποίους εξάλλου εφάρμοσε με μεγάλη απροθυμία μετά το 1938, όταν ο Μουσολίνι υιοθέτησε το γερμανικό πρότυπο».
Ζωτική σημασία για την αυτοεικόνα και τη δημοτικότητα του ναζιστικού καθεστώτος είχε ο ισχυρισμός ότι υπερασπιζόταν το νόμο και την τάξη ενάντια στις δυνάμεις της αναρχίας. Πάντως για τον Χίτλερ ο νόμος υπαγόταν στην πολιτική και όχι η πολιτική στην αρχή του νόμου. Οι ναζί αποκήρυξαν ρητά τις αξίες του φιλελεύθερου δικαίου, όπως αυτές εκφράζονταν από το σύνταγμα της Βαϊμάρης. (Ανέκαθεν βέβαια η δικαστική εξουσία στη Γερμανία ήταν πολύ συντηρητική βλέποντας το δίκαιο ως εργαλείο για την προστασία του κράτους και όχι του ατόμου. Στη Γερμανία της Βαϊμάρης διακρίνουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στους φιλελεύθερους δημοκράτες – που βλέπουν στην Εξουσία έναν εχθρό που πρέπει να αποδυναμώνεται όσο γίνεται περισσότερο – και τους πιο πραγματιστές συνταγματικούς, οι οποίοι αντέτειναν ότι σε μια κρίση η εκτελεστική εξουσία πρέπει να χρησιμοποιεί όλες τις διαέσιμες συνταγματικές εξουσίες για να διαφυλάσσει την ουσία της δημοκρατίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο δεξιός θεωρητικός Καρλ Σμιτ είχε ήδη επεξεργαστεί την ανάλυσή του για το ‘κράτος εξαίρεσης’, στο οποίο οι έκτακτες συνταγματικές εξουσίες θα ασκούνταν με σκοπό την υπεράσπιση του συντάγματος...).
Στην υπόλοιπη Ευρώπη...
Με πρότυπα τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, στηρίγματα τον αντικομμουνισμό, την έλλειψη φιλελεύθερων παραδόσεων και στέρεων δημοκρατικών θεσμών και έναυσμα την κοινωνική και οικονομική κρίση, στην νότια και ανατολική Ευρώπη επιβάλλονται αυταρχικές λύσεις και δικτατορικά καθεστώτα: Ουγγαρία-1919, Ισπανία- 1923 και 1936, Πολωνία- 1926, Πορτογαλία- 1926, Αλβανία- 1928, Γιουγκοσλαβία- 1929, Λιθουανία- 1929, Εσθονία- 1933, Αυστρία- 1933, Λετονία- 1934, Βουλγαρία- 1934, Ελλάδα-1936, Ρουμανία-1938. Ο αυταρχισμός πήρε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα.
Στην Πολωνία, ο στρατηγός Pilsudski, μετά από πραξικόπημα επέβαλε αυταρχικό καθεστώς με τη βοήθεια της αριστεράς – που τον προτίμησε από την Ακροδεξιά και τους αστούς πολιτικούς – την οποία σύντομα απαρνήθηκε. Το καθεστώς του Pilsudski, προσέλαβε μορφή ήπιας στρατιωτικής και συντηρητικής δικτατορίας μέχρι τον θάνατό του (1935). Στα Βαλκάνια, τα αυταρχικά καθεστώτα επιβλήθηκαν ως μοναρχικές δικτατορίες (Γιουγκοσλαβία-Αλέξανδρος, Βουλγαρία-Μπόρις Γ΄ με τη βοήθεια του στρατηγού Γκεοργκίεφ, Ρουμανία-Κάρολος Β΄) ή με την υποστήριξη των μοναρχών (Ελλάδα-Μεταξάς που όπως και ο στρατηγός Φράνκο θέλησε «να γυρίσει πίσω το ρολόι προς μια προδημοκρατική ελιτιστική εποχή»). Στην Αλβανία ο πρόεδρος Άχμεντ Ζόγκου αφού επέβαλε αυταρχικό καθεστώς (1925), αυτοαναγορεύεται σε βασιλιά (1928).
Στην Πορτογαλία, δημοκρατική χώρα από το 1910, μέσα σε 16 χρόνια σημειώθηκαν 25 εξεγέρσεις, άλλαξαν 44 κυβερνήσεις και επιβλήθηκαν 3 δικτατορίες. Το 1926, η χαώδης κατάσταση τερματίζεται με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας από τον στρατηγό Καρμόνα, ο οποίος από το 1932 αρκείται στο αξίωμα ενός σκιώδους προέδρου ενώ την πραγματική εξουσία ασκεί για 36 ολόκληρα χρόνια ο Σαλαζάρ.
Το 1933 ο Σαλαζάρ εισήγαγε ένα νέο σύνταγμα που ανακήρυσσε τη χώρα σωματειακή και αβασίλευτη πολιτεία. Η κυβέρνηση αποκτά την δυνατότητα να περιορίζει ‘για το κοινό καλό’ τα ατομικά δικαιώματα. Ο πρωθυπουργός κυβερνούσε με νομοθετικά διατάγματα. Η Βουλή, σύμφωνα με το φασιστικό πρότυπο, ελεγχόταν από το καθεστώς: «Η Άνω Βουλή έγινε Σωματειακό Επιμελητήριο και οι εργασιακές σχέσεις αναπλάστηκαν υποχρεωτικά σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής οργανικής σκέψης μέσω του Εθνικού Εργασιακού Νόμου». Τα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν, τα ανεξάρτητα συνδικάτα διαλύθηκαν. Ο φόβος για τον κομμουνισμό μετρίαζε την έχθρα προς τους κεφαλαιοκράτες και οι επιχειρηματίες διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους.
Η Αυστρία, «ακολουθώντας την Πορτογαλία, άνοιξε το δρόμο στη διαμόρφωση εκείνου του ενσυνείδητα χριστιανικού εθνικισμού που έμελλε να διαποτίσει αργότερα τη Σλοβακία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Κροατία και τη Γαλλία του Βισύ, καθώς και τη δεξιά πολιτική στην Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία.
Συνακόλουθο αυτής της πορείας ήταν ο βίαιος αντισημιτισμός».
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοκοινωνιστές (εταίροι του συνασπισμού που κυβερνά την Αυστρία από το 1919) έρχονται τακτικά σε σφοδρή και συχνά βίαιη αντιπαράθεση. Στις 4 Μαρτίου 1933 (οκτώ μέρες προτού ο Χίτλερ κάνει το ίδιο στη Γερμανία), ο πρωθυπουργός και εκφραστής του αυστροφασισμού Ντόλφους τερματίζει την ένταση ανάμεσα στη μαρξιστική Βιέννη και τις καθολικές επαρχίες αναστέλλοντας την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. Ένα χρόνο αργότερα διατάζει στρατιωτική επίθεση ενάντια στις μεγάλες σοσιαλιστικές εργατικές κατοικίες της πρωτεύουσας, καταστρέφοντας την Κόκκινη Βιέννη.
Ο Ντόλφους δημιούργησε ένα Καθολικό αυταρχικό καθεστώς, που αντικατέστησε τον φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία με τη θεωρία του «χριστιανογερμανικού σωματειακού κράτους».
Στην Ισπανία το 1923, ο στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα – θαυμαστής του Μουσολίνι, με την υποστήριξη του Αλφόνσου ΙΓ΄, εγκαθίδρυσε μια κλασικού τύπου «δικτατορία της παραδοσιακής ιθύνουσας τάξης», η οποία καταλύθηκε μαζί με τη μοναρχία το 1930. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης με ηγέτες στρατιωτικούς, επιβάλλεται με κύριο ζήτημα τον τερματισμό των στρατιωτικών αποτυχιών στο Μαρόκο και τη συντριβή του αποσχιστικού κινήματος στην Καταλανία, με πρόφαση την αντιμετώπιση μιας σχεδόν ανύπαρκτης επαναστατικής απειλής.
Η τεταμένη κατάσταση που επικράτησε ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς – το Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς και το Εθνικό Μέτωπο – μετά τις εκλογές του 1936, οδηγεί τον στρατηγό – και διοικητή των ισπανικών δυνάμεων που στάθμευαν στο Μαρόκο – Φράνκο, να κηρύξει τον πόλεμο στην κυβέρνηση της Μαδρίτης.
Αφορμή η δολοφονία του ηγέτη των μοναρχικών Κάλβο Σοτέλο.
Χωρίς να ακολουθήσει τα φασιστικά οράματα των φαλαγγιτών για μια νέα Ισπανία, ο Φράνκο υπερασπίστηκε την παραδοσιακή κοινωνία της χώρας του και στηρίχτηκε σ’ αυτή. Απέβλεπε στην εγκαθίδρυση ενός συστήματος με διάρθρωση αυταρχική και συντεχνιακή που θυμίζει πιο πολύ την Πορτογαλία του Σαλαζάρ παρά την Ιταλία του Μουσολίνι.
Ωστόσο, το φρανκικό καθεστώς θα δεχθεί την επιρροή του φασισμού περισσότερο από τις υπόλοιπες δικτατορίες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1936-1939), με μισό εκατομμύριο νεκρούς οδήγησε στην επικράτηση του Φράνκο – ο οποίος κυβέρνησε μέχρι το 1975 – και στην αύξηση του γοήτρου του φασισμού στην Ευρώπη. Παράλληλα, εγκαινίασε μια νέα εποχή τρομοκρατίας στην Ισπανία: 250 χιλιάδες αντιφασίστες εκτελέστηκαν. Εκατομμύρια πολιτικοί πρόσφυγες εγκατέλειψαν τη χώρα.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος υπήρξε ένας ευρωπαϊκός πόλεμος. Οι δημοκρατικοί ενισχύθηκαν από εθελοντές από όλες τις χώρες. Οι εθνικιστές από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας και το ναζιστικό της Γερμανίας. Κατά τη διάρκειά του, ο Φράνκο αξιοποίησε συστηματικά τις υπηρεσίες της Φάλαγγας. Οργάνωση που η ιδεολογία της την εντάσσει στον πρώιμο φασισμό, η Φάλαγγα ιδρύθηκε από τον Χοσέ-Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, γιο του πρώην δικτάτορα, που ο τουφεκισμός του από τους δημοκρατικούς, το Νοέμβριο του 1936, διευκόλυνε τον Φράνκο στη συντηρητική στροφή του.
Στη δυτική και τη βόρεια Ευρώπη, όπου η δημοκρατία στηρίζεται σε μια βαθιά ριζωμένη πολιτική αντίληψη, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί δεν φαίνονται να απειλούνται από τα φασιστικά και τα φασίζοντα κόμματα που με την κρίση γνωρίζουν ωστόσο απότομη άνοδο.
Στη Γαλλία, που τον Φεβρουάριο του 1934 θα γνωρίσει αληθινή καθεστωτική κρίση, ο φασισμός έχει απήχηση «ιδιαίτερα στους κύκλους των διανοουμένων και τα παιδιά των αστών». Το Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα του πρώην κομμουνιστή Ζακ Ντοριό, μπορεί να συγκριθεί με τους φασίστες της Ιταλίας και τους ναζί, τόσο σαν μέγεθος, όσο και σαν ιδεολογία και κοινωνική ταυτότητα των μελών του. Βέβαια, ακροδεξιές οργανώσεις (όπως η Δέσμη του Ζωρζ Βαλουά, τα Πατριωτικά Νιάτα του Ταιττινζέ, τον Πύρινο Σταυρό του αντισυνταγματάρχη ντε Λαρόκ – που μετά την απαγόρευσή του από την κυβέρνηση Μπλουμ σχηματίζει το Γαλλικό Κοινωνικό Κόμμα – ,τον Φρανσισμό του Μαρσέλ Μπυκάρ κ.λ.π.) υπάρχουν από τα μέσα της δεκαετίας του 1920.
Στην Αγγλία η Βρετανική Ένωση Φασιστών του Μόσλεϋ, που δεν ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες μέλη, θα αποξενώσει γρήγορα το βρετανικό κοινό με τις βίαιες εκδηλώσεις της.
Στο Βέλγιο (1932-19360 υπήρξε μια έξαρση ανάλογη με εκείνη στη Γαλλία. Στους Φλαμανδούς, εμφανίστηκαν το Φερντινάσο του Γιόρις βαν Σεβέρεν και η Φλαμανδική Εθνικιστική Ένωση του Σταφ ντε Κλερκ, φιλοναζιστική και χρηματοδοτούμενη από τους ναζί.
Στους Βαλλόνους, κυριάρχησε το κίνημα των ρεξιστών του Λεόν Ντεγκρέλ, με φιλοπαραδοσιακό χαρακτήρα, χρηματοδοτούμενο από τον Μουσολίνι.
στηνΟλλανδία, στις εκλογές του 1935, το μικρό εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα NSB του Άντον Μούσσερτ, συγκεντρώνει το 8% των ψήφων.
Στην Ελβετία παρουσιάστηκε το φασιστικό κίνημα του συνταγματάρχη Φονζαλλάζ και το Εθνικό Μέτωπο του φιλοναζιστή Ρολφ Χέννε.
Στη Νορβηγία, η Εθνική Ένωση του Κουίσλινγκ χαρακτηρίζεται από πολύ περιορισμένη εκλογική απήχηση.
Όλες αυτές οι οργανώσεις, (μαζί και οι κυανοχίτωνες του Ο’ Ντάφφυ στην Ιρλανδία καθώς και οργανώσεις στη Φινλανδία, στη Δανία και τη Σουηδία) υποχωρούν απότομα το 1936, έχοντας φθάσει στο απόγειο της δύναμής τους – εκλογικής και αριθμητικής – κατά τα χρόνια 1934-1936.
Βασικός συντελεστής αυτής της ‘αποτυχίας’ ήταν και το γεγονός ότι καμιά από τις παραπάνω χώρες δεν ανήκε στο στρατόπεδο των ηττημένων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή των δυσαρεστημένων από τις συνθήκες.
Η εξουσία εν γένει στηρίζεται κυρίως στην εσωτερίκευση από τα κοινωνικά κατασκευασμένα άτομα των σημασιών που η δεδομένη κοινωνία έχει θεσμίσει. Δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί στον καταναγκασμό και μόνο...
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η τελική του έκβαση θα αποδείξει ότι ο καταναγκασμός είναι ατελέσφορος. Η ναζιστική ουτοπία έγινε «η πρώτη μεγάλη ιδεολογία που ηττήθηκε τελεσίδικα από την ίδια εκείνη Ιστορία την οποία ισχυριζόταν ότι είχε καθυποτάξει». Με την κατάρρευση των φασισμών η Ευρώπη ξυπνά από τον εφιάλτη του εθνικισμού. Εμφανίζεται η ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης (που έχει ήδη διατυπωθεί από τον 19ο αιώνα και ενισχύεται από τη διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών).
Ιστορικές φωτογραφίες της Εποχής των Ναζί: Εκμάθηση ανάγνωσής τους.
Οι φωτογραφίες είναι μια από τις πολλές πηγές που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να αναλύσουμε και να ερμηνεύσουμε ένα γεγονός, μια εξέλιξη ή ένα ιστορικό φαινόμενο. Μόνο περιστασιακά μπορεί να είναι το μόνο διαθέσιμο στοιχείο μαρτυρίας (για παράδειγμα φωτογραφίες της καθημερινής ζωής που τραβήχτηκαν μυστικά στο γκέτο της Βαρσοβίας το 1943), αλλά συνήθως άλλες μορφές στοιχείων είναι επίσης διαθέσιμες και συχνά χρειάζεται να τις συμβουλευτούμε έτσι ώστε να καταλάβουμε πλήρως μια φωτογραφία.
Βέβαια, οι φωτογραφίες που διατηρούνται για το ιστορικό αρχείο έχουν περάσει μια εντατική διαδικασία επιλογής σε αρκετά επίπεδα. Ο φωτογράφος, όταν τραβάει μια φωτογραφία, έχει πάρει αποφάσεις για το θέμα ή τα θέματα, τη σύνθεση της εικόνας, την οπτική γωνία, το φόντο και το πρώτο πλάνο. Όταν εμφανίζει τα αρνητικά ο φωτογράφος έχει κάνει ορισμένες επιλογές για το ποια θα κρατήσει και ποια θα απορρίψει. Μετά, ο εκδότης ειδήσεων επιλέγει φωτογραφίες σύμφωνα με το αν έχουν ειδησεογραφική αξία ή όχι, με το πώς συνδέονται με μια συγκεκριμένη ιστορία και με το πώς ταιριάζουν με τη θέση της εφημερίδας για το γεγονός ή το ζήτημα. Τέλος, ο αρχειοθέτης κάνει μια επιλογή για το ποιες φωτογραφίες θα πρέπει να διατηρηθούν για μετά και αυτή η επιλογή μπορεί να αντανακλά τις ιδέες του αρχειοθέτη για το ποιες φωτογραφίες είναι και ποιες δεν είναι ιστορικά σημαντικές, ή απλά ποιες ταιριάζουν καλύτερα στις υπάρχουσες συλλογές.
Επίσης, ο φωτογράφος μπορεί να επηρεάσει άμεσα τα γεγονότα που φωτογραφίζονται. Ακόμη δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε την περίπτωση της φωτογραφικής σκηνοθεσίας για λόγους προπαγάνδας. Οι περισσότεροι έχουμε δει φωτογραφίες του Χίτλερ που αγκαλιάζει παιδάκια. Ποια σχέση όμως είχε ο πραγματικός Χίτλερ με την ειδυλλιακή εικόνα; Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η επιλογή της κατάλληλης στιγμής, ακόμα και η γωνία λήψης αλλοιώνουν, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, την εικόνα μιας προσωπικότητας. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζουμε και τον υπότιτλο που τη συνοδεύει καθώς της δίνει συγκεκριμένο νόημα.
Ιστορικές γελοιογραφίες.
Τα περισσότερα σύγχρονα βιβλία περιλαμβάνουν μια ποικιλία γελοιογραφιών για να εικονογραφήσουν συγκεκριμένα ζητήματα και θέματα και κάποια, ιδιαίτερα εκείνα που επικεντρώνονται στην παγκόσμια ιστορία του 20ου αιώνα, περιλαμβάνουνγελοιογραφίες που προέρχονται από διάφορες χώρες. Οι τοπικές βιβλιοθήκες μπορούν επίσης να έχουν μια περιορισμένη κλίμακα αρχείων εφημερίδων και αφίσες που φυλάσσονται σε μικροδιαφάνειες. Μια άλλη χρήσιμη πηγή είναι το Διαδίκτυο. Κάποιοι από τους ιστοτόπους για την Ευρωπαϊκή Ιστορία και για συγκεκριμένα ζητήματα, όπως ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, που αναφέρονται στη συνέχεια αυτού του βιβλίου, περιλαμβάνουν αρχεία γελοιογραφιών. Υπάρχουν επίσης κάποιοι ιστότοποι ειδικών από τους οποίους μπορούμε να κατεβάσουμε γελοιογραφίες για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, ο ιστότοπος που διατηρεί η Horus H-GIG για ιστορικές κάρτες. (http://click.ucr.edu/h-gig/hist-preservation/postc.html), η συλλογή γελοιογραφιών του Πανεπιστημίου Πρίνστον που καλύπτουν την περίοδο 1890-1950 στη Βιβλιοθήκη του Σέλυ Τζ. Μαντ (http://www.princeton.edu/~mudd), καθώς επίσης και τα αρχεία του Κέντρου για τη Μελέτη των Γελοιογραφιών και Καρικατούρων του Πανεπιστημίου του Κεντ (http://libservb.ukc.ac.uk/cartoons).
Οι γελοιογράφοι είναι γεγονός πως βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην υπερβολή και στην καρικατούρα. Αυτά μπορεί να είναι αρνητικά ή θετικά. Για παράδειγμα, ένας χαρακτήρας μπορεί να σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο που να παρουσιάζεται αξιόπιστος ή αναξιόπιστος, σκληρός ή αδύναμος, σίγουρος ή διστακτικός, πατριώτης ή δόλιος. Οι γελοιογράφοι συχνά έχουν βασιστεί σε στερεότυπα για να μεταδώσουν το μήνυμά τους στο κοινό. Δηλαδή παρουσιάζοντας υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις, συχνά υποτιμητικής φύσης, για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, για μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή έθνος.
Όταν η κάμερα εξαπατά.
Μια φωτογραφία, λένε, αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Πόσο αληθινές είναι όμως αυτές οι λέξεις; Και πόσο μπορεί όντως να εμπιστεύεται κανείς την οποιαδήποτε εικόνα που βλέπει αποτυπωμένη; Μια πρωτότυπη έκθεση εγκαινιάστηκε το φθινόπωρο του 2001 στο Ιστορικό Μουσείο της Βόννης. Η έκθεση είχε ως τίτλο «Φωτογραφίες που λένε ψέματα» και ήταν αφιερωμένη στην τέχνη του φωτογραφικού μοντάζ. Ή αλλιώς, στην «τέχνη» της διαστρέβλωσης της Ιστορίας. Γιατί κάθε φωτογραφία είναι, εκτός από καλλιτεχνική έκφραση, και ιστορικό τεκμήριο. Κάθε φωτογραφία που παραποιείται συντελεί στην παραποίηση της Ιστορίας. Ο γερμανικός λαός το γνωρίζει καλά αυτό και συνέρρευσε να θαυμάσει την έκθεση. Έχει άλλωστε βιώσει, στη σύγχρονη ιστορία του, δύο δικτατορίες: αφενός το χιτλερικό καθεστώς και αφετέρου το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Και τα δύο χρησιμοποίησαν παραποιημένες φωτογραφίες προκειμένου να ενισχύσουν το κύρος των ηγετών τους, να δημιουργήσουν μια πλαστή αίσθηση αδελφοσύνης και ομόνοιας και, εν ολίγοις, να αποσιωπήσουν την αλήθεια.
Ο Χίτλερ, για παράδειγμα, απαιτούσε από τον προσωπικό του φωτογράφο Χάινριχ Χόφμαν, να τον απαθανατίζει πάντα σε μεσσιανικές πόζες. Η εικόνα του έπρεπε να παραπέμπει στην επιτυχία, στη νίκη, στον ακατάβλητο δυναμισμό της Άρειας φυλής. Φωτογραφίες, φέρ’ ειπείν, που τον έδειχναν «συντροφιά» με βαριά τραυματισμένους αεροπόρους θεωρούνταν αυτόματα «ακατάλληλες». Αντίθετα, φωτογραφίες που τον απεικόνιζαν να χαϊδεύει τρυφερά μικρά παιδιά στο κεφάλι, εγκρίνονταν πάραυτα προς δημοσίευση.
Χαρακτηριστικότερη όμως περίπτωση είναι αυτή του Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Ιταλός δικτάτορας φοβόταν πολύ τα άλογα, ένιωσε όμως κάποια στιγμή την ανάγκη να προβάλει τη δύναμή του ιππεύοντας έναν επιβήτορα και κραδαίνοντας το «σπαθί του Ισλάμ». Και για διάστημα λίγων λεπτών, μέχρι να απαθανατίσει ο φωτογράφος την «ηρωϊκή» στιγμή. Στη συνέχεια χρειάστηκε απλά να «σβηστεί» από τη φωτογραφία η μορφή του ιπποκόμου που κρατούσε τα χαλινάρια προκειμένου να παραμείνει το άλογο ακίνητο. Μην τυχόν και τρομάξει ο «Ντούτσε»... Όλα αυτά ενώ βρισκόταν στην Τρίπολη.
Τότε όμως, τουλάχιστον, οι φωτογράφοι υπάκουαν σε άνωθεν εντολές. Σήμερα, υπακούν απλά στο νόμο του συμφέροντος, ανταποκρινόμενοι στην ακόρεστη ανάγκη του κοινού για νέα, ειδήσεις, αποκαλύψεις.
Χρέος του κάθε φωτογράφου είναι να «πιάσει» μια στιγμή. Αφήνοντας στη συνέχεια την εικόνα να μιλήσει από μόνη της. Αυτό συνεπάγεται δραματοποίηση, σύνθεση και, πάνω από όλα, ειλικρίνεια. Καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι γνωρίζουν πολύ καλά σήμερα ότι η τεχνολογία επιτρέπει την παραποίηση οποιασδήποτε εικόνας. Γι’ αυτό και έχουν γίνει απρόθυμα ίσως οι φρουροί της ηθικής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Nazi, Τέχνη και Κουλτούρα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
-Οι μεγάλες «ντίβες» του Βερολίνου
Τι κάνει μια ηθοποιό του Μεσοπολεμικού κινηματογράφου «ντίβα»; Η ομορφιά της, η καπριτσιόζικη εμφάνισή της, το υποκριτικό της ταλέντο, η απόκοσμη γοητεία της; Το παρελθόν του Βερολίνου είναι πλούσιο σε τέτοιες περιπτώσεις μεγάλων σταρς: από την Asta Nielsen και τη Marlene Dietrich ως τη Σάρα Λεάντερ και τη Χίλντεγκαρντ Κνέφ. Ας ακολουθήσουμε νοερά τα ίχνη τους.
Στην οδό Zahringerstrasse 13 Wilmersdorf, μια επιγραφή στον τοίχο του σπιτιού θυμίζει τη διάσημη, παλιά ένοικό του: τη χορεύτρια και ηθοποιό του βωβού κιμηνατογράφου Αννίτα Μπέρμπερ. Ήταν τόσο ξεχωριστή, τόσο διακριτή από τις άλλες συναδέλφους της και οι σκανδαλώδεις εμφανίσεις της στις θεατρικές σκηνές του Βερολίνου της δεκαετίας του 1920 προκαλούσαν ρίγη ερωτισμού αλλά και αποτροπιασμό στους συντηρητικούς κύκλους της μεσοπολεμικής γερμανικής κοινωνίας. Όταν η Μπέρμπερ, τυλιγμένη στην πολύτιμη γούνα της και φορώντας ψηλοτάκουνα χρυσά πέδιλα, εμφανιζόταν στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου Adlon, προκαλούσε με τα κατακόκκινα μαλλιά της που επέστεφαν το, πρασινωπά μακιγιαρισμένο της, φωτεινό πρόσωπο. Όταν μάλιστα παρήγγειλε στο σερβιτόρο τρία ποτήρια σαμπάνια, κατέβασε γαργαρίζοντας στο λάρυγγά της το «χρυσαφένιο» ποτό και άφησε τη γούνα της να πέσει ατημέλητα στο πλάι της και πίσω της, προκάλεσε σάλο στους θαμώνες της τραπεζαρίας, καθώς αποκαλύφθηκε πως από μέσα ήταν εντελώς γυμνή!
Αυτές οι «απατηλές» γυναικείες φιγούρες, οι θεληματικές, δυναμικές και πετυχημένες ηθοποιοί, τραγουδίστριες και χορεύτριες του παλιού, μεσοπολεμικού Βερολίνου, άφησαν τη σφραγίδα τους σε αποφθέγματα, φωτογραφίες, ανέκδοτα, καθώς και στις συνοικίες και περιοχές που έζησαν κι αγάπησαν: στο Grunewald, Charlottenburg, Schoneburg. Σήμερα, υπάρχει γι’ αυτές σε βιβλιοθήκες, αρχεία και μουσεία πληθώρα πληροφοριών για τη ζωή και το καλλιτεχνικό τους έργο. Οι γυναίκες αυτές ήταν οι φορείς του μοντερνισμού στην εποχή τους με τα αγορίστικα χτενίσματα και τις φούστες πάνω απ’το γόνατο: ένα πορτρέτο της Μπέρμπερ ζωγραφισμένο απ’ το ζωγράφο Otto Dix την παριστάνει μ’ ένα στενό φόρεμα στο κόκκινο της φωτιάς, με σκοτεινά βαμμένα μαύρα μάτια που προβάλλουν εντυπωσιακά πάνω στο άσπρο και χλωμό της πρόσωπο. Η Αννίτα Μπέρμπερ πέθανε πρόωρα: η σκανδαλώδης ντίβα των χρόνων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης υπερέβη, με τους γυμνούς χορούς της και τον ηδονιστικό τρόπο ζωής της, όλες τις συμβάσεις. Φορούσε αντρικά κοστούμια, ερωτευόταν γυναίκες και άντρες και έπαιρνε κοκαίνη και μορφίνη δημόσια.
Κωμωδία και δράμα παιζόταν απ’ τις ντίβες σε κάθε δρόμο του Grunewald, Charlottenburg, Schoneburg, Wilmersdorf. Δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός αυτό γιατί τότε η γερμανική πρωτεύουσα ζούσε στο αποκορύφωμα της πρωτοπορείας του Μεσοπολέμου. Το Βερολίνο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μοναδικό. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν είχε συγκεντρωθεί τόσο χρήμα, τέτοια διανόηση και τέτοια καλλιτεχνική πρωτοπορεία όσο στο Βερολίνο. Μετά το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη η τρίτη μεγαλύτερη μητρόπολη του κόσμου ήταν η γερμανική πρωτεύουσα. Η Γερμανία απολάμβανε μια χωρίς προηγούμενο πνευματική ελευθερία, αν και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες δεν ήταν καθόλου σταθερές. Η οικονομική κρίση σε πολλούς προκάλεσε καταστροφή και σε ορισμένους λίγους απέφερε μεγάλα κέρδη και έναν κοσμικό και επιδεικτικά κραυγαλέο τρόπο ζωής. Στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης άλλαξε η θέση των γυναικών: στη διάρκεια του πολέμου έπρεπε ν΄αναλάβουν τις δουλειές των ανδρών και έτσι δεν επέστρεψαν καθόλου εύκολα στην κουζίνα και τα παιδιά μετά το πέρας του. Η νέα γυναίκα ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση και γι’ αυτό άλλαξε και την εμφάνισή της: κόντυνε τη φούστα της πάνω από το γόνατο και έκοψε τα μαλλιά της αγορίστικα.
Η κυριαρχία του Γκαίμπελς.
Έτσι, το Βερολίνο ανάμεσα στους δύο πολέμους ήταν ο χώρος των «Θεαινών», όπως η Henny Porten, Pola Negri, Asta Nielsen. Η τελευταία ήταν η Δανέζα ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου που κατοικούσε στην οδό Fasanenstrasse 69. Για την Nielsen ο ερχομός του ομιλούντος κινηματογράφου σήμανε το τέλος της καριέρας της όπως επίσης για την Porten και την Negri.
Με την άνοδο στην εξουσία των Εθνικοσοσιαλιστών η πρόσφατα κατακτημένη ελευθερία των γυναικών έγινε πλέον παρελθόν. Ο Γιόσεφ Γκαίμπελς έθεσε κι εδώ τους περιορισμούς του. Ως υπουργός Προπαγάνδας του Κράτους και υπεύθυνος για τον Πολιτισμό έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην αποπομπή της κοσμαγάπητης Renate Muller απ’ τις κινηματογραφικές αίθουσες. Στις ταινίες της δεκαετίας του 1920 η Renate Muller υπήρξε η ενσάρκωση της νεαρής γερμανίδας. Όταν όμως αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους Ναζί και να ενδώσει στο ερωτικό κάλεσμα του Χίτλερ και αντ’ αυτού δημιούργησε έναν ερωτικό δεσμό με έναν εβραίο έμπορο, της απαγορεύτηκε η συμμετοχή σε κινηματογραφικές ταινίες του Κράτους. Η ηθοποιός που καταγόταν από φιλελεύθερη οικογένεια, αυτοκτόνησε το 1937, πηδώντας απ’ το πρώτο πάτωμα της Dusseldorfer Strasse 37. Μεταφέρθηκε ελαφρά τραυματισμένη στο νοσοκομείο και πέθαινε εκεί. Ο θάνατός της παραμένει μυστήριο, αφού λίγο πριν πεθάνει δέχτηκε επίσκεψη της Γκεστάπο.
Μια άλλη ντίβα του Μεσοπολεμικού Βερολίνου, η Sybille Schmitz, είχε φήμη λεσβίας και περιέπεσε γι’ αυτό στη δυσμένεια και στη μαύρη λίστα του Γκαίμπελς. Της απαγορεύτηκε η συμμετοχή σε οποιαδήποτε ταινία και στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Στο προάστιο Villenviertels Grunewald με τις φαρδιές αλέες, τα αρχοντικά σπίτια με τις γύψινες προσόψεις και την ήσυχη, υψηλών προσδοκιών ατμόσφαιρα, όπου ντίβες όπως η Λένι Ρίφενσταλ και η Τσέχα χορεύτρια Λίντα Μπαάροβα έζησαν, έλαμψαν και αγάπησαν, οι πράκτορες και συνεργάτες του Γκαίμπελς αναζητούσαν να ανακαλύψουν τα «παραπτώματά» τους. Ιδιαίτερα η Μπαάροβα, για την οποία ο πατέρας του χώρισε τη μητέρα του και απέσπασε χρήματα του δημοσίου, ήταν για τον Γκαίμπελς και τον Χίτλερ κόκκινο πανί. Φήμες έλεγαν ότι κάποτε ο Γκαίμπελς συνέλαβε τον εραστή της Μπαάροβα Gustav Frohlich και αμέσως ο κωμωδιογράφος Werner Finck εμπνεύστηκε την έκφραση: «ποιος δεν θα ήθελε να είναι ο Frohlich έστω και μια φορά».
Εν τω μεταξύ μια γυναίκα μπόρεσε να βάλει στη θέση του το δεξί χέρι του Γκαίμπελς, τον Χάνς Άλμπερς. Αυτή ήταν η Σάρα Λεάντερ, (Σουηδέζα ηθοποιός) η οποία όταν ο Άλμπερς της είπε ότι έχει εβραϊκό όνομα, του ανταπάντησε πως και το μικρό όνομα του Γκαίμπελς, το Γιόσεφ, ήταν εξίσου εβραϊκό. Η πιο γνωστή ντίβα, η Μαρλένε Ντίτριχ , κατέφυγε στο Χόλυγουντ την πιο κατάλληλη στιγμή. Αμέσως μετά την πρεμιέρα του «Γαλάζιου Αγγέλου», στα 1930, πήρε ένα τρένο για τη Βόρεια θάλασσα και μετά ένα άλλο για τη Βρέμη και ακολούθησε το σκηνοθέτη της Γιόσεφ φον Στέρνμπεργκ στις ΗΠΑ.
Στο μουσείο κινηματογράφου του Βερολίνου, ο χώρος του μύθου, της λάμψης και της γοητείας, του πόθου και της δόξας του μεσοπολέμου, παρελαύνει μπρος στα μάτια του έκπληκτου θεατή. Οι παλιές κόπιες ταινιών και οι αμέτρητες φωτογραφίες καταδεικνύουν την ακμή της τέχνης αυτής κατ’ εκείνη την εποχή. Διατηρούνται ανέπαφα ερωτικές επιστολές, υπογεγραμμένες φωτογραφίες, χτένες, καθρέφτες, προσωπικά αντικείμενα θεατρικής χρήσης, φαντασμαγορικά κοστούμια θεάτρου και κινηματογράφου όπως το διάσημο φόρεμα με τους κυλίνδρους που φορούσε η Μάρλεν Ντίτριχ στην ταινία «Ξανθιά Αφροδίτη» (Die blonde Venus). Η πασίγνωστη ανδρόγυνη εμφάνισή της με ανδρικά κοστούμια κατέστησε την Ντίτριχ τη διαρκέστερη και αξέχαστη ντίβα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Χρονικό του 1937: Ναζί και πολιτισμός. Αγώνας κατά του μοντέρνου από την καύση των βιβλίων μέχρι την απαγόρευση γυρίσματος ταινιών.
Σε αντίθεση με τη χρυσή δεκαετία του 1920, κατά την οποία η πολιτιστική και πνευματική ζωή άνθιζε στη Γερμανία, επακολούθησε μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (1933) πολιτιστική παρακμή και στασιμότητα. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της Γερμανικής λογοτεχνίας εγκατέλειψαν σύντομα την πατρίδα τους και το Μάιο του 1933, μετά από διαταγή των Εθνικοσοσιαλιστών, ρίχτηκαν στην πυρά σε δημόσιους χώρους πολλών γερμανικών Πανεπιστημιουπόλεων πολλά αξιόλογα βιβλία. Εκπρόσωποι φοιτητικών κοινοτήτων έκαψαν βιβλία ύποπτων και «αντιπαθητικών» συγγραφέων, ανάμεσα στους οποίους και οι ακόλουθοι: Bertolt Brecht, Alfred Doblin, Heinrich Mann, Thomas Mann, Stefan Zweig, Kurt Tucholsky. Αυτό που άρχισε το 1933 με τις δημόσιες καύσεις βιβλίων, συνεχίστηκε το 1937 με την ανοιχτή δυσφήμιση ζωγράφων και μουσικών της πρωτοπορίας.
Περιστοιχισμένος απ’ τους υπουργούς του ο Αδόλφος Χίτλερ ατενίζει τον εθνικοσοσιαλιστικής- αρχαιοελληνικής έμπνευσης «Ναό της Τέχνης» που, ήδη, είναι έτοιμος με την ονομασία «Haus der Kunst», στον οποίο καταδεικνύεται η αιώνια γερμανική ψυχή. Οι Ναζί γιορτάζουν τη νίκη τους πάνω στο μοντέρνο και την καλλιτεχνική πρωτοπορία. Την ίδια μέρα κάτω από τον εναρκτήριο τίτλο του «Λαϊκού Παρατηρητή» («Volkische Beobachter») της 20ης Ιουλίου 1937, στην πρώτη σελίδα αποθεώνεται ο γερμανικός λαός και καταρρακώνονται, ως καλλιτέχνες της παρακμής, οι πρωτοπόροι της γερμανικής ζωγραφικής : Kokoschka, Beckmann, Dix, Grosz, Nolde, Kirchner, Kandinsky, Klee, Schlemmer και πολλοί άλλοι. Τα έργα των ανεπιθύμητων καλλιτεχνών αποσύρονται απ’ τα μουσεία και απαγορεύονται κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικά έργα που υποσκάπτουν την αισθητική του καθεστώτος. Η άκρατη λογοκρισία και η αδιαμφισβήτητη επιβολή της κυρίαρχης αισθητικής ανακόπτουν την εξέλιξη. Σε δημόσιους χώρους, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, καίγονται βιβλία των Feuchtwanger, Freud, Kastner, και πολλών άλλων. Στο Βερολίνο, ο υπουργός προπαγάνδας Γκαίμπελς κηρύσσει την ένερξη της δημόσιας καύσης των βιβλίων με τα παρακάτω λόγια: «Η εποχή μιας υπερφίαλης εβραϊκής διανόησης έφτασε στο τέλος της και το ξέσπασμα της γερμανικής επανάστασης εμφύσησε στη γερμανική ύπαρξη ζωογόνα πνοή».
Οι Ναζί βιάζονταν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την τέχνη. Όπως όλα έδειχναν η επίσημη εκδοχή της τέχνης των Ναζί πισωγύριζε τη γερμανική τέχνη στα πρότυπα του 19ου αιώνα στο όνομα μιας λαϊκής, καλλιτεχνικής ιδεολογίας. Απ’ τις 18 Ιουλίου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1937, στο «Σπίτι της Γερμανικής Τέχνης», πραγματοποιήθηκε η μεγάλη γερμανική επίδειξη τέχνης-έκθεση, στην οποία μπορούσε κανείς να δει: εννέα απεικονίσεις του Φύρερ σε λάδι και μπρούντζο, χαρούμενοι γερμανοί χωρικοί κατά την ώρα του φαγητού, του ποτού και της εργασίας, πολλοί αναψοκοκκινισμένοι νεαροί και κοπέλες, κατά προτίμηση ξανθές, πολλές φορές γυμνοί, αλλά όχι ερωτικοί, αξιωματικοί και στρατιώτες του μετώπου (άνδρες των Ες-Ες και της Βέρμαχτ), γραφικά γερμανικά τοπία, αθλητικά σώματα σε μυώδεις και δυναμικές στάσεις.
Και στη μουσική, όμως, αναζητούσαν το αποκαθαρμένο από «βρώμικες», μοντέρνες επηρροές έργο. Ο Κούρτ Βάϊλ και ο Χάνς Άϊσλερ απαγορεύτηκαν όπως επίσης και η τζαζ μουσική, αν και τα Ες-Ες δεν την εμπόδιζαν πολύ, ιδιαίτερα στην Τερέζιεν Στατ, όπου είχε ιδρυθεί με την άδειά τους γκέτο των σουίγκερς, οι οποίοι, ιδιαίτερα εκεί, μπορούσαν να παίζουν τη μουσική τους, όταν δέχονταν επισκέψεις απ’ το διεθνή ερυθρό σταυρό. Ο Γκαίμπελς δυσφήμισε ιδιαίτερα τον Πάουλ Χίντεμιτ ως «ατονικό κατασκευαστή θορύβων», ενώ κατηγόρησε τον Άρνολντ Σένμπεργκ ως διανοητικό «ακροβάτη». Ο Σένμπεργκ μετανάστευσε το 1933 και το 1934 οι Ναζί ίδρυσαν την κρατική συμφωνική ορχήστρα με επικεφαλής τον Ρίχαρντ Στράους ο οποίος ,όμως, δύο χρόνια αργότερα αποσύρθηκε διαμαρτυρόμενος για την καταδίωξη των Εβραίων. Υπό αίρεση και αμφισβήτηση τέθηκε ολόκληρη η γερμανική μουσική από τον Μπρούκνερ ως τον Βάγκνερ και αποδεκτά θεωρούνταν μόνο τα ρομαντικά-μυστικιστικά μουσικά έργα που αναφέρονταν στη συλλογική μοίρα και ταυτότητα του γερμανικού λαού και υπηρετούσαν τον παγγερμανισμό με τρόπο επικό και μεγαλοπρεπή.
Εντούτοις, η Εθνικοσοσιαλιστική πολιτιστική πολιτική δεν ήταν πουθενά πιο καχύποπτη και λογοκριτική παρά στη μαζική παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών. Το 1933 ιδρύθηκε το κρατικό κέντρο κινηματογράφου. Όλες οι κόπιες ταινιών ελέγχονταν απ’ το Υπουργείο Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας επικεφαλής του οποίου ήταν ο Γκαίμπελς, ο οποίος πολύ πρώιμα αντελήφθηκε τη δύναμη του κινηματογράφου ως μαζικού μέσου διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, ενημέρωσης, ψυχαγωγίας και συλλογικής κουλτούρας: «Έχουμε την πεποίθηση ότι η κινηματογραφική ταινία ανήκει στα πιο σύγχρονα και πιο επιστημονικά μέσα επιρροής της μάζας. Για το λόγο αυτό δεν μπορεί μια κυβέρνηση να παραβλέψει τη δύναμη του κινηματογράφου». Το 1933 παρήχθησαν στη Γερμανία 135 ταινίες απ’ τις οποίες 96 δημιουργήθηκαν απ’ το Υπουργείο Προπαγάνδας με σκοπό την πρόκληση αντιεβραϊκού μένους στο λαό (π.χ. η ταινία «Jud Suβ»- Γλυκός Εβραίος του Βάϊτ Χάρλαν ). Σ’ όλη την επικράτεια του Τρίτου Ράϊχ το 1933 κυκλοφόρησαν συνολικά 1097 ταινίες με ναζιστικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, 20 εκατομμύρια Γερμανοί είδαν την πρώτη ταινία της Λένι Ρίφενσταλ «Sieg des Glaubens» (1934).
Με το Κρατικό Ίδρυμα Κινηματογράφου οι Ναζί απόκτησαν ένα αποτελεσματικό όργανο ελέγχου της κοινής γνώμης και περιορισμού της δυνατότητας των δημιουργών-σκηνοθετών που δε συμφωνούσαν με τις ιδέες τους, εφόσον η παραγωγή ταινιών και η κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας βρισκόταν στα χέρια τους. Παράλληλα πολλοί αντιφρονούντες σκηνοθέτες και ηθοποιοί, αντιμετωπίζοντας αυτές τις εχθρικές συνθήκες δουλειάς, αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της εξορίας. Τώρα πια, σύσσωμη η κινηματογραφική παραγωγή της χώρας υποστήριζε φανερά την πολιτική θέση των Ναζί. Ιδιαίτερα το 1939, η ταινία «Der Westwall» που πρωτοπροβλήθηκε στις 10 Αυγούστου σε 350 κόπιες στις κινηματογραφικές αίθουσες, με σκοπό να προετοιμάσει και να ενδυναμώσει το γερμανικό λαό εν όψη του επερχόμενου πολέμου, αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο αυτό το στενό κρατικό έλεγχο στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Στα επόμενα χρόνια κυριαρχούν ωστόσο ψυχαγωγικές ταινίες καθώς και τα «επίκαιρα» που έρχονται από το μέτωπο, λογοκριμένα και μονταρισμένα ειδικά για την περίπτωση. Οι Γερμανοί συρρέουν με αυξανόμενους ρυθμούς και αριθμούς στους κινηματογράφους: το 1942 εκδίδονται περίπου 10 εκατομμύρια εισιτήρια, διπλάσια απ’ ότι το 1939. Η διασκέδαση και η «ξενοιασιά» περιμένουν στη γωνία το Γερμανό πολίτη...
Τα πολλά γυναικεία πρόσωπα του Εθνικοσοσιαλισμού.
Αν και η ναζιστική προπαγάνδα αναφερόταν συστηματικά με έναν γενικευτικό τρόπο στη «γυναίκα», είναι προφανές ότι τα βιώματα των γυναικών στο ναζιστικό καθεστώς παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία. Ούτως ή άλλως, οι Γερμανίδες της εποχής της ανόδου του ναζισμού δεν αποτελούσαν μια ομοιογενή ομάδα, αλλά διαιρούνταν σε δεκάδες υποκατηγορίες ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, τη θρησκευτική τους ταυτότητα, την οικογενειακή τους κατάσταση, τις πολιτικές τους πεποιθήσεις κ.ο.κ. Έτσι, η κατάταξη του συνόλου των Γερμανίδων της περιόδου στην κατηγορία των «θυμάτων» ή των «θυτών» του ναζισμού, η οποία χαρακτήρισε την αρχική φάση της σχετικής συζήτησης, θεωρείται πλέον ανεπαρκής, ανίκανη να προωθήσει την κατανόηση της πολύπλοκης πραγματικότητας που έζησαν οι γυναίκες την εποχή του ναζισμού.
Στο κλίμα αυτό, πρόσφατες μελέτες προσπαθούν να φωτίσουν τα κίνητρα που οδήγησαν κάποιες γυναίκες να υποστηρίξουν ή να αντιταχθούν στο ναζισμό, ενώ κάποιες άλλες- και δεν ήταν λίγες- να τοποθετηθούν στην «γκρίζα ζώνη» μεταξύ των δύο αυτών «καθαρών» στάσεων. Παρόλο πάντως που η διαίρεση των γυναικών σε «οπαδούς» και «αντιπάλους» του ναζιστικού καθεστώτος θεωρείται πλέον απλουστευτική, ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια στην «αποκάλυψη» της αποσιωπημένης ιστορίας των γυναικών εκείνων που συνέβαλαν ενεργητικά στην εγκαθίδρυση και εδραίωση του ναζιστικού κράτους.
Στην ευρύτερη αυτή κατηγορία τοποθετούνται μεταξύ άλλων οι γυναίκες θεωρητικοί του αντισημιτισμού που εξέδιδαν το ρατσιστικό έντυπο «Η γερμανίδα αγωνίστρια», το οποίο, ως υπερβολικά «ανεξάρτητο», απαγορεύτηκε από τον Χίτλερ στα 1937. Ακόμη, στις συνεργούς του καθεστώτος συγκαταλέγονται οι γυναίκες που, λόγω της επαγγελματικής τους ιδιότητας, στήριξαν τις ρατσιστικές πολιτικές του ναζισμού στον τομέα τις υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Πρόκειται για τις γυναίκες που ανέλαβαν να συγκεντρώσουν στοιχεία σχετικά με το ποιες ομάδες του πληθυσμού ήταν «πολύτιμες από άποψη φυλετική» και ως εκ τούτου δικαιούνταν να υποστηριχθούν από το κράτος, ενώ ετοίμασαν και τους καταλόγους με τα «κατώτερα από βιολογική άποψη» στοιχεία, τα οποία έπρεπε να στερηθούν το δικαίωμα στην αναπαραγωγή και ως εκ τούτου επιλέγονταν για υποχρεωτική στείρωση. Εξίσου πειθήνιες προς τις επιταγές του καθεστώτος αποδείχθηκαν και οι νοσοκόμες που εργάζονταν στις κλινικές όπου πραγματοποιήθηκε η συστηματική θανάτωση των ψυχικά νοσούντων: η δολοφονία των αρρώστων (με δηλητηριώδη ένεση ή από ασιτία) ανήκε στα καθήκοντα του νοσηλευτικού προσωπικού. Την ίδια στάση επέδειξαν και υπάλληλοι, όταν κλήθηκαν να καταρτίσουν καταλόγους με τους Εβραίους πελάτες των οργανισμών κοινής ωφέλειας στους οποίους εργάζονταν.
Ακόμη και τα Ες-Ες πρόσφεραν στις γυναίκες κάποιες δυνατότητες επαγγελματικής απασχόλησης. Στα 1938 τοποθετήθηκαν για πρώτη φορά γυναίκες φύλακες στο γυναικείο στρατόπεδο Λίχτενμπουργκ. Στη συνέχεια, και καθώς ο αριθμός των κρατουμένων γυναικών αυξανόταν, οι γυναίκες δεσμοφύλακες αναλάμβαναν την εσωτερική επιτήρηση των εγκλείστων, ενώ η παρακολούθησή τους στους εξωτερικούς χώρους παρέμεινε στην ευθύνη των ανδρών των Ες-Ες. Για την εκπαίδευση των γυναικών φυλάκων είχε επιλεγεί το γυναικείο στρατόπεδο Ράβενσμπρικ, ενώ γυναίκες τοποθετούνταν και σε στρατόπεδα όπου πραγματοποιούνταν μαζικές θανατώσεις κρατούμενων, όπως το Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Συνολικά, οι γυναίκες αυτοί υπάλληλοι των Ες-Ες ανέρχονταν στο 10% του συνολικού αριθμού των δεσμοφυλάκων.
Εκτός αυτού, «επίλεκτες» γυναίκες είχαν τη δυνατότητα να θέσουν υποψηφιότητα για τακτικά μέλη των Ες-Ες. Στα 1942 δημιουργήθηκε το γυναικείο σώμα των Ες-Ες, ενώ σε ειδική σχολή εκπαιδευόταν η θηλυκή ναζιστική ελίτ ως ασυρματίστριες, μηχανικοί κ.λ.π. Προς το τέλος του πολέμου, το γυναικείο σώμα των Ες-Ες περιλάμβανε 10.000 γυναίκες.
Φυλετική και εξοντωτική πολιτική του Χίτλερ
Ρατσισμός- Εβραίοι- Ολοκαύτωμα- «Ευθανασία»-Βιολογικά εγκλήματα του Ναζισμού.
Η πολιτική του Χίτλερ βασίζεται στον εξολοθρευτικό αντισημιτισμό και στον ριζοσπαστικό κοινωνικό δαρβινισμό. Από τότε που γίνεται γνωστός, επιτίθεται μέχρι το θάνατό του συνεχώς τους Εβραίους αλλά και άλλες λεγόμενες «κατώτερες φυλές», στις οποίες λογάριαζε και τους Ρόμα, Σίντι, Πολωνούς και Ρώσους. Όσον αφορά τον κοινωνικό δαρβινισμό , είναι ολοφάνερος όταν κοιτάξει κανείς τις αντιλήψεις του σχετικά με τους ασθενείς και τους ανάπηρους. Κατά τη γνώμη του οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν καν το δικαίωμα ζωής (lebensunwert). Η παγκόσμια ιστορία κατά την άποψή του είναι ένας αιώνιος πόλεμος των «δυνατών» εναντίων των «αδύναμων», της «ισχυροτέρας φυλής» εναντίον της «ασθενεστέρας» με τελικό σκοπό την εξολόθρευση των ασθενέστερων φυλών. Έτσι λέει π.χ. το 1929 στην Νυρεμβέργη, σε συνέδριο του NSDAP: «Εάν στην Γερμανία γεννιόνταν κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο παιδιά και σκοτώναμε τα 700.000 με 800.000 πιο αδύναμα, το αποτέλεσμα θα ήταν ίσως η αναβάθμιση της δύναμης».
Αυτό και άλλα πολλά ανάλογα από αυτά που λέει αποδεικνύουν ότι η πραγματοποίηση των ρατσιστικών του αντιλήψεων και του κοινωνικού δαρβινισμού ήταν βασικός του στόχος και όχι απλά ένα «δευτερεύον στοιχείο» του προγράμματος των εθνικοσοσιαλιστών, όπως πιστεύουν πολλοί εκλογείς του μέχρι το 1933. Παρόλο που στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκοτώνονται περίπου 12.000 γερμανοεβραίοι στρατιώτες για την πατρίδα τους, ο Χίτλερ τους επιτίθεται στο Mein Kampf (1924/25) ως εξής: «Εάν κρατούσαμε κατά την διάρκεια του πολέμου δώδεκα με δεκαπέντε χιλιάδες κεφάλια αυτών των εβραϊκών διαβόλων στο αέριο, όπως αναγκάστηκαν στο πεδίο της μάχης εκατοντάδες χιλιάδες των καλύτερων μας Γερμανών εργατών, η θυσία εκατομμυρίων ίσως να μην είχε αποδειχτεί μάταιη».
Λίγο ακόμη πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δίνει διαταγή να χρησιμοποιηθούν μεταφορικά μέσα, τα οποία χρειάζονται και λείπουν παντού, για να μεταφερθούν όσο το δυνατό περισσότεροι Εβραίοι στα στρατόπεδα εξόντωσης. Ακόμη και στη διαθήκη του, που γράφει λίγο πριν αυτοκτονήσει, απαιτεί την «απόλυτη τήρηση των νόμων της φυλετικής καθαριότητος».
Η καταδίωξη των Εβραίων
Ο αντισημιτισμός του Χίτλερ, όπως και των εθνικοσοσιαλιστών γενικώς δείχνεται πριν την έναρξη του πολέμου στην ανοιχτή διάκριση και μείωση των δικαιωμάτων τους. Ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι Εθνικοσοσιαλιστές στρέφονται εναντίον των Γερμανών Εβραίων οι οποίοι θεωρούνται defacto φιλοκομμουνιστές. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδηγεί στο ολοκαύτωμα. Η «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος», έτσι ο Χίτλερ ανακοινώνει ήδη στο Mein Kampf την εξόντωση του ευρωπαϊκού Εβραϊσμού. Θα στοιχίσει τη ζωή περίπου έξι (;) εκατομμυρίων Εβραίων.
Οι διακρίσεις στην Γερμανία αρχίζουν λίγες μέρες μετά την έκδοση του Εξουσιοδοτικού νόμου (Ermachtigungsgesetz) μέσω του Γερμανικού Κοινοβουλίου στις 24 Μαρτίου 1933. Έτσι τον Απρίλιο του 1933 η νέα κυβέρνηση ορίζει το μποϊκοτάρισμα εβραϊκών καταστημάτων για μια μέρα σαν απάντηση στην «εβραϊκή προπαγάνδα» από το εξωτερικό. Ακολουθούν διατάγματα και νόμοι που περιορίζουν τους Γερμανοεβραίους όλο και περισσότερο και ντε φάκτο τους κάνουν γερμανούς πολίτες κατώτερης κατηγορίας. Βάση νόμου για παράδειγμα από τις 7 Απριλίου δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να δουλέψουν στο δημόσιο. Όσοι Εβραίοι δουλεύουν μέχρι τότε στο δημόσιο, χάνουν τη θέση εργασίας τους. Με την πάροδο του χρόνου αποκλείονται και από άλλους τομείς. Απαγορεύεται σε εβραίους γιατρούς και δικηγόρους να εργαστούν με ή για μη εβραίους.
Με τους φανερά ρατσιστικούς «νόμους της Νυρεμβέργης» του 1935 οι Γερμανοεβραίοι χάνουν κάθε δικαίωμα που τους εξασφάλιζε η γερμανική υπηκοότητα. Μεταξύ άλλων αυτοί οι νόμοι απαγορεύουν τις παντρειές μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων. Ανάλογες σεξουαλικές σχέσεις ονομάζονται επίσημα «φυλετική ντροπή» (Rassenschande) και τιμωρούνται. Το κράτος και το Κόμμα υποστηρίζουν την λεγόμενη αριοποίηση, δηλαδή την παραλαβή εβραϊκών καταστημάτων από μη εβραίους. Εννοείται ότι οι νέοι ιδιοκτήτες πληρώνουν μηδαμινές αποζημιώσεις στους πρώην ιδιοκτήτες. Στους Εβραίους που θέλουν να μεταναστέψουν επιβάλλεται ο «φόρος φυγής από το Ράϊχ». Με τον φόρο αυτό εξασφαλίζεται να μην τους μείνει αξιόλογη περιουσία εγκαταλείποντας τη Γερμανία. Η προπολεμική καταδίωξη των Εβραίων βρίσκει την ακμή της το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1938, στη λεγόμενη Νύχτα των Κρυστάλλων, η οποία διαρκεί μέχρι τα ξημερώματα της 10ης Νοεμβρίου. Τότε ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκαίμπελς οργανώνει με διαταγή του Χίτλερ βίαια επεισόδια με στόχο τις εβραϊκές κοινότητες και συναγωγές, οι οποίες πυρπολούνται σε όλο το Ράϊχ. Επίσημα τα επεισόδια αυτά θα παρουσιαστούν ως «αυθόρμητο ξέσπασμα της λαϊκής οργής» κατά των Εβραίων.
Αφού αρχίζει ο πόλεμος, η κυβέρνηση του Χίτλερ ετοιμάζει την εξόντωση των Εβραίων. Η μετανάστευση τους απαγορεύεται. Στόχος των αντισημιτικών μέτρων δεν είναι πλέον μονάχα οι Γερμανοεβραίοι, αλλά και όλοι οι Εβραίοι των κατεχόμενων χωρών. Από τις 1 Σεπτεμβρίου 1941 ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους Εβραίους άνω των 6 ετών να φορούν στα ρούχα ένα κίτρινο αστέρι, για να είναι πάντα φανερή η καταγωγή τους. Επίσης τους απαγορεύεται μεταξύ άλλων η χρησιμοποίηση αυτοκινήτων, δημοσίων μέσων μεταφοράς, ράδιων ή ακόμη και η ιδιοκτησία κατοικίδιων ζώων. Όλο και περισσότεροι μεταφέρονται στα λεγόμενα γκέτο ή και σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Τέλος, το 1942 χτίζονται στην κατεχόμενη Πολωνία στρατόπεδα εξοντώσεως, όπως το Άουσβιτς και το Μαϊντάνεκ. Αυτά θα εξυπηρετήσουν αποκλειστικά στην βιομηχανικά οργανωμένη δολοφονία Ρώσων, Πολωνών, Σίντι, Ρόμα, αντιστασιακών κάθε εθνικότητας, Εβραίων, Γερμανών της αντιπολίτευσης και άλλων.
Η προσωπική ευθύνη του Χίτλερ για τις πράξεις αυτές αμφισβητείται από πολλούς μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιούν το ότι δεν υπάρχει κανένα έγγραφο υπογεγραμμένο από τον ίδιο με τη διαταγή της εξόντωσης των Εβραίων. Το ότι η φυλετική πολιτική της κυβέρνησής του αντιστοιχεί όμως και στους προσωπικούς του στόχους και στις αντιλήψεις του αποδεικνύει ο ίδιος με πολλά από αυτά που συνεχώς δηλώνει δημοσίως και τα οποία σώζονται μέχρι και σήμερα. Δεν πρόκειται μονάχα για μεμονωμένες περιπτώσεις όπως την ανακοίνωση του ολοκαυτώματος στο Mein Kampf, ή την ομιλία του στο κοινοβούλιο στις 30 Ιανουαρίου 1939, όπου δηλώνει κατά λέξη ότι κι άλλος ένας πόλεμος θα σημαίνει την «εξόντωση της εβραϊκής φυλής στην Ευρώπη».
Εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι το αντιεβραϊκό πνεύμα έχει διαρκή παρουσία στην Ευρώπη (Δυτική & Ανατολική) από τα χρόνια του Μεσαίωνα, μέχρι και το τέλος του Β΄ Π. Π. Ιδιαίτερα κατά τα χρόνια του μεσοπολέμου οι διώξεις των Εβραίων είχαν ενταθεί σε όλες τις χώρες της Ευρώπης με μοναδική ίσως εξαίρεση τη Μεγάλη Βρετανία.
Αντισημιτισμός στη Βιέννη, την πόλη με τους περισσότερους Εβραίους (γύρω στους 180.000) στο γερμανόφωνο χώρο.
Αμέσως μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αυστρία στις 12 Μαρτίου 1938 ξέσπασε κύμα βιαιοπραγιών εναντίον των Εβραίων, κάτι που επιθυμούσαν σφοδρά από καιρό οι αντισημίτες της χώρας. Ήδη από τις πρώτες μέρες οι Εβραίοι της Βιέννης υπέστησαν προπηλακισμούς, κλοπές και εν μέρει εξώσεις από τα σπίτια τους στο πλαίσιο βίαιων Αριοποιήσεων. Εκείνες τις μέρες πλούτισαν όχι μόνο μέλη του Ναζιστικού Κόμματος, αλλά και πολλοί συνοδοιπόροι του από τις εβραϊκές περιουσίες.
Η πολιτική εξόντωσης των Εβραίων από τους Ναζί συνοδεύτηκε από μια σειρά απαγορεύσεων και διακρίσεων: απαγόρευση σπουδών στο Πανεπιστήμιο, διαχωρισμός των εβραιόπουλων στο σχολείο, απαγόρευση της εισόδου σε βιβλιοθήκες, δημόσιους κήπους και πάρκα, αθλητικούς χώρους, θέατρα, κινηματογράφους, αίθουσες χορού και κέντρα διασκέδασης, χαρακτηρισμός των προσωπικών εγγράφων, απαγόρευση χρήσης των ανελκυστήρων στα δημόσια κτήρια, άρση της προστασίας των Εβραίων ενοικιαστών, αποκλεισμός από τις υπηρεσίες της δημόσιας κοινωνικής πρόνοιας, στιγματισμός μέσω της υποχρέωσης όλων των Εβραίων να φέρουν ένα κίτρινο αστέρι στα ρούχα τους, απαγόρευση χρήσης των δημόσιων μέσων μεταφοράς, κ.ά.
Ναζιστικός σαδισμός: Επιχειρήσεις καθαρισμού στη Βιέννη του 1938.
Όποιος το έζησε ως θύμα, δεν μπόρεσε να το ξεχάσει σε όλη του τη ζωή. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τη χιτλερική Γερμανία χιλιάδες Βιεννέζοι ιουδαϊσμού θρησκεύματος σύρθηκαν στους πιο πολυσύχναστους δρόμους της πόλης σε ώρες αιχμής και εκεί, σκυμμένοι και ταπεινωμένοι, υποχρεώθηκαν να σφουγγαρίσουν τα πεζοδρόμια και τις διαβάσεις. Ο εξευτελισμός τους δεν περιγράφεται. Όλα τα θύματα και πολλοί αυτόπτες μάρτυρες θυμούνται με πόση απόλαυση παρακολουθούσαν το θέαμα οι «άριοι συμπολίτες» τους.
M. John/A.Lichtblau, Schmelztiegel Wien einst und jetzt: Zur Geschichte und Gegenwart von Zuwanderung und Minderheiten, Βιέννη 1990, σελ. 371.
Ένα από τα χειρότερα μέτρα που εφάρμοσαν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Ανατολική Ευρώπη, περιοχή με πολλές και πολυπληθείς εβραϊκές κοινότητες ήταν ο εγκλεισμός των Εβραίων σε γκέτο, σε περιφραγμένους και απομονωμένους από τον υπόλοιπο κόσμο χώρους. Εκεί συνωστιζόταν και διαβιούσε κάτω από άθλιες συνθήκες ο εβραϊκός πληθυσμός.( Η πύλη ενός από τα μεγαλύτερα γκέτο της Ευρώπης βρίσκεται στο Λοτζ της Πολωνίας).
Το πρόγραμμα ευθανασίας
Την προσωπική ευθύνη του Χίτλερ για το πρόγραμμα ευθανασίας αποδεικνύουν διάφορα έγγραφα: Τον Οκτώβριο του 1939 υπογράφει την διαταγή για την πραγματοποίηση του «Προγράμματος Τ4» . Έτσι νομιμοποιεί την «Ευθανασία», που στο Τρίτο Ράιχ ντε φάκτο σημαίνει την δολοφονία σωματικά και ψυχικά ανάπηρων. Οι άνθρωποι αυτοί κατά τον Χίτλερ είναι «ζωή που δεν αξίζει να ζει» και «άχρηστα παράσιτα».
Διάφορα νοσοκομεία και ψυχολογικές κλινικές μετατρέπονται σε εξοντωτικά ιδρύματα, τα λεγόμενα «Κέντρα Ευθανασίας» (π.χ. το Κάστρο Χαρτχάιμ και το Χάνταμαρ). Μόνο στην Γερμανία με τα σύνορα του 1939 δολοφονούνται 190.000 άνθρωποι σε τέτοια κέντρα με διάφορους τρόπους: πυροβολισμός, αέριο, δηλητηρίαση ή απλά πεθαίνουν από την πείνα. Μεταξύ άλλων οι δολοφόνοι τους χρησιμοποιούν φορτηγάκια, των οποίων το καυσαέριο οδηγείται στο εσωτερικό του αυτοκινήτου.
Αντιπρόσωποι των δύο μεγάλων εκκλησιών της Γερμανίας, όπως ο Επίσκοπος του Μίνστερ Κλέμενς Άουγκουστ Γκραφ φον Γκάλεν (Clemens August Graf von Galen), εναντιώνονται κατά των φόνων με αποτέλεσμα, το «Πρόγραμμα Τ4» να εξακολουθεί να πραγματοποιείται στα κρυφά. Οι SS χρησιμοποιούν τα «Κέντρα Ευθανασίας» σαν πειραματικά κέντρα για την εξόντωση των Εβραίων που θα ακολουθήσει.