Η 26η Μαίου του 1828 ήταν αργία και οι δρόμοι της Νυρεμβέργης ήταν σχεδόν άδειοι. Στις 4-5 το απόγευμα ο Georg Weickmann, ένας τσαγκάρης που ζούσε στην πλατεία Unschlitt, είδε ένα παράξενο αγόρι 15-18 χρονών, ντυμένο με ρούχα χωρικού, να περπατά περίεργα, σα να ήταν μεθυσμένο.

Ο τσαγκάρης το πλησίασε και το αγόρι του έτεινε ένα σφραγισμένο φάκελο ο οποίος απευθυνόταν «στον Αξιότιμο Διοικητή της 4ης Ίλης, του 6ου Συντάγματος Ελαφρού Ιππικού, στη Νυρεμβέργη».

Ο Weickmann πήγε το παράξενο αγόρι στο σπίτι του διοικητή. Οι υπηρέτες τους προσέφεραν φαγητό και ποτό, όμως το αγόρι δεν κατάπινε τη μπύρα και το λουκάνικο που του έδωσαν, δείχνοντας να μην ξέρει τί είναι. Δέχτηκε μόνο ένα λιτό γεύμα από μαύρο ψωμί και νερό, το οποίο και έφαγε με ιδιαίτερη βουλιμία, αν και φαινόταν να μην ξέρει να χρησιμοποιήσει σωστά τα δάχτυλά του. Επίσης έδειχνε να πονά και έκλαιγε συνεχώς δείχνοντας τα πόδια του. Ο Weickmann και οι υπηρέτες προσπάθησαν να του μιλήσουν, όμως τα μόνα λόγια που του απέσπασαν ήταν μια συνεχής επανάληψη των φράσεων «δεν ξέρω» και «θέλω να γίνω καβαλάρης, όπως και ο πατέρας μου». Τελικά, μή μπορώντας να συνεννοηθούν, τον έβαλαν στο στάβλο, όπου ο νέος αποκοιμήθηκε αμέσως.

O διοικητής, ο λοχαγός Wessenig, δεν κατόρθωσε, όπως και όλοι οι άλλοι νωρίτερα, να συνεννοηθεί μαζί του, και μή ξέροντας τί άλλο να κάνει, πήγε το αγόρι στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, οι αστυνομικοί προσπάθησαν και αυτοί να μιλήσουν με το αγόρι, όμως το μόνο που αυτό τους έλεγε ήταν «δεν ξέρω», ή «πηγαίνετε με σπίτι». Έδειχνε να μην αντιδρά σε οποιοδήποτε ερέθισμα, σαν να βρισκόταν σε μια κατάσταση λήθαργου ή έκστασης, και όταν ένας αστυνομικός του έδωσε ένα νόμισμα για να παίξει ενθουσιάστηκε και άρχισε να φωνάζει «Άλογο! Άλογο!». Ένας αστυνομικός είχε τη φαεινή ιδέα να του δώσει χαρτί και μελάνι και να του πεί να γράψει. Προς έκπληξη όλων έγραψε το όνομα «Kaspar Hauser», με αυστηρά, ευδιάκριτα γράμματα.

Ο Κασπάρ είχε ύψος περίπου 1,60, καστανά σγουρά μαλλιά και ήταν γεροδεμένος με φαρδιούς ώμους. Το δέρμα του ήταν πολύ ανοικτό και απαλό, παρότι δεν έδειχνε ασθενικός, τα χέρια του μικρά και απαλά και τα όλο φουσκάλες πόδια του υποδήλωναν πώς μάλλον δεν είχε ποτέ του φορέσει παπούτσια. Είχε μια πληγή στο δεξί του χέρι και, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ένα σημάδι εμβολίου που ίσως υποδήλωνε καταγωγή από την ανώτερη τάξη.

Φορούσε ένα στρογγυλό καπέλο χωρικού, ένα ζευγάρι παλιά ημιμποτάκια με ψηλά τακούνια τα οποία δεν του έκαναν, ένα μαύρο μεταξωτό μαντήλι, γκρίζο πανωφόρι και παντελόνι. Είχε πάνω του ένα άσπρο μαντήλι όπου ήταν ραμμένα με κόκκινη κλωστή τα αρχικά Κ.Η., ένα πιθανότατα γερμανικής κατασκευής κλειδί, ένα μικρό φάκελο με χρυσόσκονη (!) και ένα κεράτινο κομπολόι. Στις τσέπες του υπήρχαν επίσης μερικά γράμματα, κάποια έντυπα θρησκευτικά κείμενα, μεταξύ των οποίων και ένα μικρό εγχειρίδιο με τίτλο «Η τέχνη της αντικατάστασης του χαμένου χρόνου και των ετών που ξοδεύτηκαν άσκοπα», ένας μάλλον κυνικός τίτλος, αν λάβει κανείς υπόψιν όσα έγιναν αργότερα γνωστά για την ιστορία του.

 

Εγκλεισμός στον Πύργο

Ο Κασπάρ οδηγήθηκε στον πάνω όροφο του πύργου της πύλης Vetsner, φυλασσόμενος από ένα συμπαθητικό αλλά και περίεργο δεσμοφύλακα, τον Andreas Hiltel. Ένας γιατρός είχε αναλάβει την ιατρική φροντίδα του αγοριού, ενώ και ο δεσμοφύλακας είχε οδηγίες να τον παρακολουθεί κρυφά. Ο Κασπάρ σύντομα έγινε καλός φίλος με την τρίχρονη κόρη και τον εντεκάχρονο γιο του Hiltel. Ο γιος του δεσμοφύλακα δίδαξε στον Κασπάρ το αλφάβητο και πώς να ζωγραφίζει, και «κυριολεκτικά του έμαθε να μιλάει», όπως συνήθιζε να λέει ο Hiltel.

Μετά από μερικές μέρες ο Κασπάρ μεταφέρθηκε στον κάτω όροφο, όπου ζούσαν ο δεσμοφύλακας και η οικογένειά του. Εκεί ο Hiltel παρατήρησε διάφορα παράξενα πράγματα στο αγόρι. Η γκάμα των εκφράσεων του προσώπου του περιοριζόταν σε ένα αθώο χαμόγελο, ενώ δεν έδειχνε καμία ντροπή όταν τον έπλεναν ο δεσμοφύλακας και η γυναίκα του, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ των φύλων. Όπως είπε ο ίδιος ο Κασπάρ αργότερα, ξεχώριζε τους άνδρες από τις γυναίκες μόνο από τα διαφορετικά ρούχα.

Τα γράμματα που είχε πάνω του ο Κάσπαρ εξετάσθηκαν από τις αρχές. Ένα από αυτά ήταν «Από τον οικότροφο της Βαυαρίας», γραμμένο σε γλώσσα που προσπαθούσε να μιμηθεί τη Βαυαρική διάλεκτο. Ανέφερε πώς ο αποστολέας έστελνε στο διοικητή ένα παιδί που ήθελε να υπηρετήσει πιστά το Βασιλιά του, ώς στρατιώτης. Το αγόρι είχε εγκαταλειφθεί στον αποστολέα, «ένα φτωχό μεροκαματιάρη», στις 7 Οκτωβρίου 1812. Η μητέρα του αγοριού του είχε ζητήσει να το μεγαλώσει, όμως αυτός, ήδη με δέκα δικά του παιδιά, είχε ήδη αρκετά προβλήματα. Το γράμμα συνέχιζε λέγοντας ότι το αγόρι ήταν πάντοτε περιορισμένο μέσα στο σπίτι και πώς αν οι γονείς του είχαν ζήσει, ίσως να είχε την ευκαιρία να αποκτήσει μια καλή μόρφωση, καθώς φαινόταν πώς μάθαινε γρήγορα και μπορούσε να κάνει οτιδήποτε αν κάποιος του το έδειχνε μια φορά. Είχε διδάξει το παιδί γραφή και ανάγνωση και σημείωνε πώς «έχει σχεδόν τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα με εμένα». Το γράμμα έκλεινε με ένα μάλλον περίεργο και απειλητικό τρόπο:

«Αν δε μπορείτε να τον κρατήσετε, σφάξτε τον ή κρεμάστε τον από την καπνοδόχο». Το γράμμα ήταν ανυπόγραφο, όμως έφερε ώς ημερομηνία συγγραφής το 1828.

Το δεύτερο γράμμα, προφανώς αυτό που είχε δοθεί στον φτωχό κηδεμόνα του αγοριού, μαζί με τον Κασπάρ, είχε ημερομηνία του 1812 και υποτίθεται πώς είχε γραφτεί από τη μητέρα του παιδιού. Ανέφερε πώς το παιδί είχε γεννηθεί στις 30 Απριλίου του 1812 και είχε βαπτιστεί με το όνομα Κάσπαρ. Ο πατέρας του Κασπάρ ήταν νεκρός, και είχε υπηρετήσει ώς στρατιώτης στο ιππικό, και όταν το αγόρι θα γινόταν 17 ετών, ο κηδεμόνας του θα έπρεπε να το πάει στο 60 Σύνταγμα Ιππικού στη Νυρεμβέργη, τη μονάδα στην οποία ανήκε και ο πατέρας του. Η μητέρα αυτοχαρακτηριζόταν «ένα φτωχό κορίτσι που δε μπορεί να θρέψει το αγόρι».

Μια πιο προσεκτική εξέταση των δύο επιστολών έδειξε πώς είχαν πιθανότατα γραφτεί από το ίδιο χέρι, με το ίδιο μελάνι και πάνω στο ίδιο είδος χαρτιού.

Στην αρχή ο Κάσπαρ ήταν δυστυχισμένος στο νέο περιβάλλον του και για περίπου μια εβδομάδα έκλαιγε συχνά. Η επίσημη ιατρική γνωμάτευση αποφάνθηκε πώς το παιδί δεν ήταν ούτε τρελό, ούτε διανοητικά καθυστερημένο, αλλά είχε αποκοπεί από κάθε ανθρώπινη επαφή και κοινωνική συναναστροφή. Επίσης επεσήμανε μια ανωμαλία στα οστά των γονάτων του, αποτέλεσμα, πιθανότατα, του ότι σπανίως στεκόταν όρθιο. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο Κάσπαρ ένιωθε πιο άνετα τη νύχτα και είχε εξαιρετικά καλή όραση στο σκοτάδι. Όλα αυτά έμοιαζαν να επαληθεύουν τα περιεχόμενα της πρώτης επιστολής, ότι ο Κάσπαρ ήταν περιορισμένος σε κλειστό χώρο και είχε πολύ μικρή, αν όχι καθόλου, επαφή με τον έξω κόσμο.

Η διατροφή του συνέχιζε να αποτελείται από νερό και μαύρο ψωμί, καθώς το στομάχι του δε μπορούσε να δεχτεί τίποτε άλλο. Όμως υπήρχαν και άλλα πράγματα που τραβούσαν την προσοχή. Ήταν πάντοτε πολύ ευγενικός και καλός και δε μπορούσε να κάνει κακό ούτε στο μικρότερο έντομο. Οι αντιδράσεις του υποδήλωναν πώς ουσιαστικά για πρώτη φορά αντίκριζε τη ζωή. Ενθουσιασμένος από το φώς ενός κεριού, έκαψε το χέρι του προσπαθώντας να αγγίξει τη φλόγα. Όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα καθρέφτη, προσπαθούσε να αγγίξει το είδωλό του και κοίταξε πίσω από τον καθρέφτη για να βρεί τον άνθρωπο που πίστευε πώς κρυβόταν εκεί. Οποιοδήποτε γυαλιστερό αντικείμενο του τραβούσε την προσοχή και έκλαιγε σα μωρό όταν δεν του επιτρεπόταν να το πάρει.

Στην αρχή ο Κασπάρ δεν είχε αντίληψη περί ανθρώπων και ζώων. Δεν ήξερε τίποτε άλλο πέρα από «αγόρια» εννοώντας τον εαυτό του και τον άνθρωπο που τον φρόντιζε, και «άλογο», οποιοδήποτε παιχνίδι με το οποίο έπαιζε. Ονόμαζε όλα τα ζώα «άλογο» και ενώ αγαπούσε τα ανοιχτόχρωμα ζώα, φοβόταν πάρα πολύ αυτά που είχαν σκούρα χρώματα. Του είχαν δώσει μερικά μικρά αλογάκια με τα οποία έπαιζε για ώρες ολόκληρες μέσα στο δωμάτιό του, χωρίς να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε γινόταν γύρω του. Σύντομα βαρέθηκε αυτά τα παιχνίδια και άρχισε να ζωγραφίζει, και να κρεμάει τα «έργα» του στους τοίχους.

 

Η ζωή του Κασπάρ

Καθώς ο Κασπάρ εμπλούτιζε το λεξιλόγιό του, άρχισαν να γίνονται γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή του. Στην Αυτοβιογραφία του που γράφτηκε το 1829 (δείτε στις βιβλιογραφικές αναφορές), γράφει πώς είχε μεγαλώσει σε ένα μικρό «κλουβί» 2-3 μέτρα μήκος, 1,5 μέτρα πλάτος και μόλις 1,8-2,0 μέτρα ύψος. Τα δύο παράθυρα που υπήρχαν ήταν κλειστά με σανίδες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σχεδόν καθόλου φώς και ο Κασπάρ να μην έχει δει ποτέ τον ήλιο. Το ταβάνι ήταν ουσιαστικά δύο μεγάλες ξύλινες τάβλες, καρφωμένες και δεμένες μεταξύ τους. Η είσοδος ήταν μια μικρή κλειδωμένη πόρτα την οποία δεν του επέτρεψαν ποτέ να περάσει. Κοιμόταν σε ένα στρώμα από άχυρα, με μια μάλλινη κουβέρτα, ενώ για τις σωματικές του ανάγκες χρησιμοποιούσε μια τρύπα και ένα κουβά. Δεν είδε ποτέ τον άνθρωπο που τον κρατούσε κλεισμένο εκεί, καθώς όταν αυτός έμπαινε στο κλουβί  ο Κασπάρ έπρεπε να έχει γυρισμένη την πλάτη του. Κατά τα λεγόμενά του, ποτέ δεν κοιμήθηκε ξαπλωμένος, αλλά πάντα καθιστός με την πλάτη στα τοιχώματα του «κλουβιού» και τα πόδια απλωμένα μπροστά του. Κάθε πρωί έβρισκε μια κανάτα νερό και ένα κομμάτι ψωμί. Μερικές φορές το νερό είχε μια πικρή γεύση. Εκείνες τις μέρες ο Κασπάρ αποκοιμιόταν αμέσως και όταν ξυπνούσε του είχαν αλλάξει ρούχα και είχαν κόψει τα μαλλιά και τα νύχια του. Σε αυτές τις περιπτώσεις το νερό μάλλον περιείχε όπιο, κάτι που επιβεβαιώθηκε όταν ο γιατρός έριξε μερικές σταγόνες όπιο μέσα στο νερό του και ο Κασπάρ επιβεβαίωσε πώς αυτή ακριβώς ήταν η γεύση.

Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του του είχαν δώσει δύο λευκά ξύλινα αλογάκια, ένα ξύλινο σκυλάκι και μερικές κόκκινες κορδέλες για να παίζει. Όπως κάθε μικρό παιδί πίστευε πώς τα ζώα αυτά ήταν ζωντανά και τους μιλούσε. Ακόμα και μετά από αρκετούς μήνες παραμονής στη Νυρεμβέργη δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα ζώα-παιχνίδια δεν ήταν αληθινά. Είπε επίσης πώς ποτέ δεν αρρώστησε, ενώ ένιωσε πόνο μόνο μια φορά, όταν ο δεσμοφύλακάς τον χτύπησε με ένα ραβδί επειδή έκανε πολύ φασαρία. Τα σημάδια από αυτό το χτύπημα στο δεξιό του αγκώνα ήταν ακόμα εμφανή όταν εξετάστηκε στη Νυρεμβέργη.

Υπάρχουν αρκετά προβλήματα με την ιστορία του Κασπάρ. Για παράδειγμα, πώς μπορεί κανείς να ζήσει με μια δίαιτα αποτελούμενη μόνο από νερό και ψωμί για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκτός βέβαια και εάν η φυλάκισή του δεν κράτησε για όσο καιρό πίστεψαν ότι είχε διαρκέσει. Ο ίδιος δεν είχε αίσθηση του πόσο καιρό ήταν στο κλουβί, ούτε κάποια αίσθηση του χρόνου γενικότερα.

Μια μέρα, ο δεσμοφύλακάς του, τον οποίο ο Κασπάρ αποκαλούσε ο «Άνθρωπος», μπήκε στο κελί του ξυπόλυτος και κακοντυμένος. Έδωσε στον Κασπάρ μερικά βιβλία και του είπε πώς θα έπρεπε να μάθει να γράφει και να διαβάζει, ώστε να πάει στον πατέρα του που ήταν ιππέας και να γίνει και ο ίδιος ιππέας. Ο Κασπάρ έμαθε λίγο να διαβάζει, να γράφει το όνομά του και να λέει «θέλω να γίνω στρατιώτης, όπως ήταν και ο πατέρας μου». Έμαθε επίσης να στέκεται όρθιος, ενώ προειδοποιήθηκε να μην προσπαθήσει να βγει έξω από το «δωμάτιό» του γιατί ο Θεός θα θύμωνε και θα τον τιμωρούσε.

Μια νύχτα ο άνδρας εμφανίστηκε και του είπε πώς θα έπρεπε να φύγουν. Ο Κασπάρ δεν ήθελε να πάει μαζί του, όμως τελικά πείσθηκε, με υποσχέσεις ότι θα έβλεπε τον πατέρα του και θα γινόταν κι αυτός ιππέας. Ο Άνθρωπος σήκωσε τον Κασπάρ στους ώμους του και τον κουβάλησε έξω. Τον μετέφερε έτσι μέχρι το ξημέρωμα. Ο Κασπάρ, τυφλωμένος από το φώς της ημέρας, ή εξαιτίας μιας δόσης οπίου, λιποθύμησε και ο Άνθρωπος συνέχισε την πορεία κουβαλώντας τον.

Αργότερα, τον άφησε κάτω και του έμαθε να περπατάει, κάτι που ήταν δύσκολο για τον Κασπάρ ο οποίος ήταν ξυπόλυτος, με πολύ ευαίσθητα πόδια. Την τρίτη μέρα ο Άνθρωπος έδωσε στον Κασπάρ καθαρά ρούχα και του έμαθε μερικές προσευχές. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έτρωγαν μόνο ψωμί με νερό. Σε όλη τη διαδρομή ο Κασπάρ είχε κατεβασμένο το κεφάλι του, όπως του είχε πει ο συνοδός του, ώστε να μη σκοντάψει, με αποτέλεσμα να μην έχει σαφείς αναμνήσεις από τα μέρη που πέρασαν. Όταν είχαν φτάσει κοντά στη Νυρεμβέργη, έδωσε στον Κασπάρ το γράμμα για το Διοικητή και του είπε να προχωρήσει προς το «μεγάλο χωριό» και ότι ο ίδιος θα ερχόταν αργότερα.

Έτσι ο Κασπάρ μπήκε μόνος του στην πόλη της Νυρεμβέργη και συνάντησε τον τσαγκάρη.

 

Η κηδεμονία του Daumer

Μεταξύ των ανθρώπων που συναντήθηκαν με τον Κασπάρ και ασχολήθηκαν με την υπόθεσή του ήταν και ο δικαστικός, και διάσημος εγκληματολόγος, Anselm Ritter von Feuerbach. Οι έρευνες των αρχών δεν κατέληγαν πουθενά: κανένας δεν ήξερε ποιός ήταν και από πού είχε έρθει. Ο Feuerbach εκτιμώντας πώς αν το παιδί παρέμενε περισσότερο στον Πύργο θα τρελαινόταν και σε συνεργασία με τις αρχές αποφάσισαν να ο Κασπάρ να δοθεί σε κάποια οικογένεια η οποία θα αναλάμβανε την κηδεμονία του. Έτσι, στις 18 Ιουλίου του 1828 παραδόθηκε στον George Friedrich Daumer, καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος είχε εξαιρετική φήμη για τις εργασίες του στη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία της εκπαίδευσης και είχε εντυπωσιαστεί από μια συνάντησή του με τον Κασπάρ, περίπου 2 εβδομάδες μετά την άφιξη του παιδιού στη Νυρεμβέργη. Ο Daumer άρχισε τη διδασκαλία του Κασπάρ και φρόντισε να κρατά ημερολόγιο των επαφών του με το παιδί.

Λίγους μήνες αργότερα ο Κασπάρ είχε προοδεύσει αρκετά ώστε να μπορεί να εκφράζεται με τρόπο κατανοητό, να μπορεί να διακρίνει μεταξύ έμψυχων όντων και άψυχων αντικειμένων. Κάτω από την κηδεμονία και την καθοδήγηση του Daumer ο Κασπάρ άρχισε να εξελίσσεται σε ένα υγιή, έξυπνο και σχεδόν φυσιολογικό έφηβο, μαθαίνοντας γρήγορα καλά Γερμανικά, αν και με ελαφρώς ξενική προφορά. Επίσης ανέπτυξε την αίσθηση του χιούμορ, έγραφε γράμματα και μικρά δοκίμια και αποδείχθηκε εξαιρετικός ιππέας, ενασχόληση στην οποία επιδιδόταν για ατέλειωτες ώρες.

Η παράλληλη ψυχολογική του ανάπτυξη του δημιούργησε και ερωτηματικά για την πρότερη διανοητική του κατάσταση. Δε μπορούσε να φανταστεί πώς, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, δεν τον απασχολούσαν ζητήματα όπως η ζωή έξω από το κλουβί του, η προέλευση του ψωμιού και του νερού που του προσέφεραν. Ξεκίνησε να γράφει την αυτοβιογραφία του, γεγονός που αποτέλεσε είδηση που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες. Άρχισε να τρώει κρέας και η υγεία του βελτιώθηκε σημαντικά. Αποδείχθηκε πώς είχε μια φωτογραφική μνήμη που του επέτρεψε να μάθει γρήγορα γραφή και ανάγνωση, να ζωγραφίζει και να παίζει πιάνο. Η άποψη όσων τον επισκέπτονταν ήταν πώς ο Κασπάρ μάλλον θυμόταν παρά μάθαινε εξ’ αρχής, να μιλά, γεγονός που δημιούργησε την εκτίμηση πώς είχε φυλακιστεί σε ηλικία μεταξύ 2 και 4 ετών.

 
Ο Κασπάρ Χάουζερ σε σκίτσο της εποχής

Η ιστορία του Κασπάρ τον είχε κάνει πλέον διάσημο όχι μόνο στην πόλη της Νυρεμβέργης, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έγινε γνωστός ώς «Το παιδί της Ευρώπης». Εκατοντάδες άνθρωποι ερχόντουσαν να τον επισκεφτούν, δικηγόροι, γιατροί, δάσκαλοι, δημόσιοι λειτουργοί, και πολλοί από αυτούς πίστευαν πώς η ταυτότητά του είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Πολλά άρθρα δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες της εποχής, με διαφορετικές και συχνά ακραίες υποθέσεις για την καταγωγή του.

 

Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας

Την Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1829, ένας άγνωστος άντρας ντυμένος στα μαύρα εισέβαλε στο σπίτι του Daumer και επιτέθηκε στον Κασπάρ που καθόταν μόνος του, με ένα μαχαίρι, πληγώνοντάς τον στο μέτωπο. Το χτύπημα του αγνώστου μάλλον προοριζόταν για το λαιμό του αγοριού, όμως ο Κασπάρ έσκυψε για να προστατευθεί και το δέχτηκε στο μέτωπο. Ο Κασπάρ έτρεξε να κρυφτεί στο υπόγειο του σπιτιού και εκεί λιποθύμησε. Όταν τον βρήκαν, έδειχνε να βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση σοκ και φώναζε: «Γιατί σκοτώσεις εμένα; Ποτέ δε σου έκανα τίποτα. Μή σκοτώσεις εμένα! Παρακαλώ να μη με κλειδώσεις ξανά. Ποτέ δε με άφησες από τη φυλακή μου, μή σκοτώσεις! Εσύ με σκοτώσεις πριν καταλάβω τί είναι η ζωή. Πρέπει να μου πεις γιατί με κλείδωσες!».

Σύντομα συνήλθε και είπε πώς ο άντρας που του επιτέθηκε φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό μαντήλι που κάλυπτε το πρόσωπό του και μαύρο καπέλα. Αργότερα ανέφερε στην αστυνομία πώς ο άντρας του είπε: «Πρέπει να πεθάνεις πριν φύγεις από τη Νυρεμβέργη». Η μπάσα χαμηλή φωνή που πρόφερε αυτή τη φράση ήταν η φωνή του ανθρώπου που τον είχε κρατήσει φυλακισμένο τόσα χρόνια.

Κάποιοι μάρτυρες ανέφεραν ότι είχαν δεί έναν άντρα που ταίριαζε στην περιγραφή του Κασπάρ, να πλένει τα χέρια του σε μια κοινόχρηστη βρύση, κοντά στο σπίτι του  Daumer. Περίπου 4 μέρες μετά την επίθεση, ένας άντρας που επίσης ταίριαζε στην περιγραφή του Κασπάρ ρώτησε μια γυναίκα στο δρόμο εάν ήξερε ποιά ήταν η κατάσταση της υγείας του αγοριού.

Πέντε μέρες μετά την απόπειρα και λίγο μετά το θάνατο του Αρχιδούκα του Baden, ένας πλούσιος Άγγλος αριστοκράτης, ο Philip Henry, Λόρδος Stanhope, φίλος της οικογένειας του Baden, έφτασε στην πόλη της Νυρεμβέργης. Προσπάθησε να επισκεφθεί τον Κασπάρ, χωρίς αποτέλεσμα. Παράλληλα φαίνεται πώς συγκέντρωνε ότι πληροφορίες μπορούσε.

Η είδηση για την απόπειρα δολοφονίας του Κασπάρ διαδόθηκε γρήγορα και δημιούργησε μεγάλη αναταραχή. Αρκετοί υπέθεσαν πώς επρόκειτο για μια απόπειρα δολοφονίας που είχε σχεδιαστεί από το Δούκα του Baden ο οποίος σύμφωνα με αυτούς, ήταν ο πραγματικός πατέρας του Κασπάρ. Αυτό σήμαινε πώς ο Κασπάρ δεν ήταν άλλος από το νόμιμο διάδοχό του. Όμως, παρά τις έρευνες της αστυνομίας, ποτέ δε βρέθηκε κάποιος ύποπτος που να ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Κασπάρ.

Για το ευρύ κοινό η ιστορία του Κασπάρ είχε αρχίζει να παύει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Αυτό το δεδομένο οδήγησε μερικούς να υποθέσουν πώς ποτέ δεν υπήρξε κάποιος δράστης και πώς ο Κασπάρ μόνος του προκάλεσε τα τραύματα και επινόησε την ιστορία προσπαθώντας να ξανακερδίσει την προσοχή. Όμως, το δημοτικό συμβούλιο εκτίμησε πώς όντως υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή του Κασπάρ και γι αυτό το λόγο, τον Ιανουάριο του 1830 τον μετέφερε από το σπίτι του Daumer, ο οποίος ήταν πλέον άρρωστος, στη φροντίδα ενός πλούσιου επιχειρηματία του κου Bieberbach. Δύο αστυνομικοί επιφορτίστηκαν με το καθήκον της προστασίας του. Έξι μήνες αργότερα μεταφέρθηκε ξανά, τιθέμενος υπό την κηδεμονία του Βαρόνου Von Tucher, ο οποίος πραγματικά προσπάθησε πάρα πολύ να αποκαταστήσει την ψυχική και σωματική υγεία του αγοριού.

 

Ο Λόρδος Stanhope

Το Μάιο του 1831 επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Λόρδος Stanhope, ο οποίος άρχισε να επισκέπτεται τον Κάσπαρ τακτικά. Τον γέμισε δώρα, του επαναλάμβανε συνεχώς την πιθανότητα να προέρχεται από οικογένεια με βασιλικό αίμα και έδινε δημοσίως υποσχέσεις για το πώς θα έπαιρνε τον Κασπάρ στο σπίτι του στην Αγγλία.  Όλα αυτά είχαν ώς αποτέλεσμα ο Κασπάρ να αποξενωθεί από τον Tucher και τους υπόλοιπους ανθρώπους της Νυρεμβέργης που πραγματικά ήθελαν να τον βοηθήσουν. Ο Stanhope ήταν πλέον ο καλύτερος φίλος του Κασπάρ. Έκανε επίσημη αίτηση στις αρχές της πόλης να οριστεί κηδεμόνας του αγοριού και το αίτημά του έγινε αποδεκτό. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι ο Stanhope στις πολυάριθμες επιστολές που έστελνε εκείνη την περίοδο στην οικογένειά του στην Αγγλία, δεν ανέφερε ούτε μία φορά το όνομα του Κασπάρ, του κύριου αντικειμένου της παρουσίας του στη Νυρεμβέργη.

Ο Stanhope γρήγορα βαρέθηκε τον Κασπάρ και τον άφησε στο σπίτι ενός φίλου του, του Δρ Meyer, στο Ansbach, μια πόλη περίπου 80 χιλιόμετρα από τη Νυρεμβέργη. Ο Meyer ήταν άνθρωπος στενόμυαλος και συντηρητικός, ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής και η ζωή του Κασπάρ κοντά του ήταν δυστυχισμένη και μοναχική. Ο Meyer θα πει αργότερα, πώς ολόκληρο το Δεκέμβριο του 1832 ο Κασπάρ συμπεριφερόταν παράξενα.

 

Η δολοφονία

Το απόγευμα της 14ης Δεκεμβρίου 1832 ο Κασπάρ είπε στον πνευματικό του, τον πατέρα Fuhrmann, ότι επρόκειτο να συναντήσει κάποια νεαρή κοπέλα. Ο ίδιος ο Κασπάρ είπε αργότερα ότι κάποιος τον παρέσυρε σε ένα πάρκο λέγοντάς του ότι είχε πληροφορίες για τη μητέρα του. Εκεί ο άγνωστος του επιτέθηκε ξαφνικά μαχαιρώνοντάς τον στα πλευρά και μετά εξαφανίστηκε. Το τραύμα είχε ώς αποτέλεσμα να τρυπηθούν ο πνεύμονας και το συκώτι του νεαρού. Η αστυνομία όταν ερεύνησε το πάρκο βρήκε ένα μαύρο πορτοφόλι μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα σημείωμα με αντίστροφη γραφή:

«Ο Χάουζερ μπορεί να σας δώσει την περιγραφή μου, από πού ήρθα και ποιος είμαι. Αλλά για να τον απαλλάξω από τον κόπο θα σας τα πώ μόνος μου. Είμαι από .... στα Βαυαρικά σύνορα και το όνομά μου είναι MLO.»

Η αστυνομία ανέκρινε τον Κασπάρ ρωτώντας τον πώς, από τη στιγμή που είχε ήδη γίνει μια απόπειρα κατά της ζωής του, πήγε μόνος του στο πάρκο για να συναντήσει τον άγνωστο. Ο Κασπάρ, ο οποίος τελικά δεν είχε αναγνωρίσει τον επίδοξο δολοφόνο του, είπε πώς ένας εργάτης του έδωσε ένα μήνυμα σύμφωνα με το οποίο στο πάρκο θα τον περίμενε κάποιος άνθρωπος με πληροφορίες για τη μητέρα του. Όταν έφτασε εκεί τον περίμενε ένας ψηλός άνδρας με μούσι ο οποίος φορούσε ένα μακρύ μαύρο μανδύα. Ο άγνωστος, αφού τον ρώτησε το όνομά του, του έδωσε το πορτοφόλι που βρέθηκε αργότερα από την αστυνομία και την ίδια στιγμή τον μαχαίρωσε. Καθώς ο Κασπάρ έπεφτε κάτω, ο άγνωστος του είπε αινιγματικά: «Οι πολλές γάτες είναι ο θάνατος του ποντικού». Και μετά: «Κουρασμένος, πολύ κουρασμένος, έχω ακόμα μακρύ ταξίδι».

Ο Κασπάρ πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου σε ηλικία 19 ετών. Παρά το γεγονός πώς ορίσθηκε μια μεγάλη αμοιβή για όποιον παρείχε στις αρχές πληροφορίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σύλληψη του δολοφόνου, ποτέ δε βρέθηκε τίποτα. Ο Meyer πάντα ήταν καχύποπτος απέναντι στον Κασπάρ και πιθανότατα αυτός ξεκίνησε τις φήμες ότι ο θάνατός του ήταν στην πραγματικότητα αυτοκτονία. Στο χιονισμένο πάρκο βρέθηκαν ίχνη ενός μόνο ανθρώπου και αυτά ανήκαν στον Κασπάρ. Πολλοί υποστήριξαν πώς ο νέος προέβη σε αυτή την ενέργεια καθώς ένιωθε να χάνεται το ενδιαφέρον του κόσμου για το πρόσωπό του. Ο Λόρδος Stanhope, στο βιβλίο του που έγραψε 3 χρόνια αργότερα, ισχυριζόταν πώς επρόκειτο για μια κατά λάθος αυτοκτονία και πώς ο Κασπάρ ήταν ένας απατεώνας που παγιδεύτηκε στο ρόλο του. Όμως ο Δρ Friedrich Wilhelm Heidenreich που έκανε την αυτοψία στο σώμα του Κασπάρ εκτίμησε πώς βάσει του μεγέθους της πληγής, ήταν αδύνατο να την είχε προκαλέσει ο ίδιος ο Κασπάρ.

Είναι αξιοπερίεργο πώς ο Stanhope είχε γράψει στον Κασπάρ ένα γράμμα από το Μόναχο, στις 16 και 17 Δεκεμβρίου, το οποίο ταχυδρόμησε στις 25, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε ήδη να ξέρει το τί είχε συμβεί και πώς ο Κασπάρ ήταν ήδη νεκρός, καθώς οι τοπικές εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση στις 17, ενώ εκείνες του Μονάχου μετά τις 20 του Δεκέμβρη. Προσπαθούσε άραγε να δημιουργήσει επιχειρήματα για την τεκμηρίωση της δικής του μή εμπλοκής στο περιστατικό, αν του γινόταν σχετική ερώτηση;

Στις 26 Δεκεμβρίου ο Stanhope επισκέφτηκε τον πρίγκηπα Öttingen-Wallerstein, το Βαυαρό Υπουργό Εσωτερικών, και προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να τον πείσει πώς ο Κασπάρ ήταν απατεώνας. Επιπλέον, επισκέφτηκε ανθρώπου στη Νυρεμβέργη που είχαν εμπλακεί στην υπόθεση από τις πρώτες κιόλας ημέρες της εμφάνισης του Κασπάρ, και προσπάθησε να τους πείσει να αλλάξουν τις καταθέσεις τους λέγοντας πώς ο Κασπάρ υποκρινόταν συνεχώς. Τέλος επισκέφτηκε μια σειρά δημοσίων προσώπων σε όλη την Ευρώπη προσπαθώντας να τους πείσει πώς ο Κασπάρ ήταν ένας απατεώνας που αυτοκτόνησε.

Ο Κασπάρ θάφτηκε σε ένα ήσυχο νεκροταφείο στην εξοχή και η επιγραφή στην ταφόπετρά του έγραφε:

«Ενθάδε κείται ο Κασπάρ Χάουζερ, ένα αίνιγμα της εποχής του. Η γέννησή του ήταν άγνωστη, ο θάνατός του ένα μυστήριο».

Ο τάφος του Κασπάρ στο Ansbach της Γερμανίας
 

 

Πρίγκιπας του Baden;

Τελικά ποιός ήταν ο μυστηριώδης Κασπάρ Χάουζερ; Ήταν ο νόμιμος πρίγκιπας του Baden;

Επικεφαλής της έρευνας για την 1η απόπειρα δολοφονίας του Κασπάρ ήταν ο Feuerbach. Αρχικά πολύ σκεπτικιστής απέναντι στις φήμες για βασιλική καταγωγή του Κασπάρ, ο Feuerbach αργότερα άλλαξε γνώμη και υποστήριξε πώς ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Δούκα του Baden, γιός της Stéphanie de Beauharnais υιοθετημένης κόρης του Ναπολέοντα. Τα αποτελέσματά των ερευνών του τα παρουσίασε υπό τη μορφή μιας προσωπικής επιστολής προς την Karoline, βασιλομήτορα της Βαυαρίας. Η ίδια η Karoline δήλωσε πώς «... είναι η ομόφωνη άποψη πολλών ανθρώπων πώς ο Χάουζερ ήταν ένας από τους γιούς του αδερφού μου...». Ο Βασιλιάς Ludwig της Βαυαρίας σημείωσε στο ημερολόγιό του την πίστη του πώς ο Χάουζερ ήταν ο «νόμιμος Μεγάλος Δούκας του Baden».

Το βιβλίο του Feuerbach για τον Κασπάρ που εκδόθηκε το 1832 προκάλεσε πραγματική αίσθηση και οι εφημερίδες σε ολόκληρη την Ευρώπη αναφερόντουσαν στην ζωή του Κασπάρ και την πιθανή καταγωγή του.

Στις 29 Μαίου 1832 ο Feuerbach πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 58 ετών καθώς ταξίδευε στη Φραγκφούρτη όπου θα συναντούσε κάποιον ονόματι Klüber για να συζητήσουν το θέμα της βασιλικής καταγωγής του Κασπάρ. Πριν πεθάνει πρόλαβε να πει πώς πίστευε πώς είχε δηλητηριαστεί κατ’ εντολή κάποιου από το βασιλικό οίκο του Baden εξαιτίας των αποκαλύψεών του για τις ρίζες του Κασπάρ. Ο γιός του ήταν σίγουρος γι αυτό. Ο εγγονός του Feuerbach πίστευε πώς τουλάχιστο 3 μέλη της οικογένειάς τους είχαν δηλητηριαστεί εξαιτίας της σχέσης τους με την υπόθεση Χάουζερ.

Σύμφωνα με την «πριγκιπική θεωρία» η Stéphanie de Beauharnais, σύζυγος του Μεγάλου Δούκα Karl του Baden γέννησε το 1812 ένα γιο ο οποίος θα ήταν ο νόμιμος διάδοχος του τίτλου, όμως πέθανε λίγο μετά τι γέννα. Ο γιός αυτός δεν ήταν άλλος από τον Κασπάρ Χάουζερ. Η Stéphanie γέννησε ακόμα ένα γιο το 1816 ο οποίος επίσης πέθανε. Έκανε επίσης 3 κόρες οι οποίες όλες έζησαν. Ο ίδιος ο Karl πέθανε το 1818 κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, και αφού πρόλαβε να εκφράσει την πεποίθηση πώς αυτός και οι γιοί του είχαν δηλητηριαστεί. Η κόμισσα του Hochberg, 2η σύζυγος του πατέρα του Karl ήταν εκείνη που ωφελήθηκε άμεσα από τους θανάτους, καθώς προσπάθησε να φέρει στο θρόνο το γιο της Leopold, κάτι που τελικά έγινε το 1830. Σύμφωνα με την υπόθεση της θεωρίας κατάφερε να αντικαταστήσει τον 1ο πρίγκιπα με το ετοιμοθάνατο παιδί μιας χωρικής. Στη συνέχεια ο Κασπάρ δόθηκε σε κάποιον ταγματάρχη Hennenhofer ο οποίος παρέδωσε το παιδί στη φροντίδα ενός παλιού στρατιώτη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο όταν ρωτήθηκε σχετικά, παραδέχθηκε τη συμμετοχή του στην υπόθεση.

Ο Κασπάρ κρατήθηκε υπό περιορισμό σε κάποια τρώγλη για περίπου 12 χρόνια. Υποτίθεται πώς θα έπρεπε να είχε δολοφονηθεί, όμως αυτός που είχε αναλάβει την ευθύνη τη θανάτωσής του δεν το έπραξε, πιθανόν αποσκοπώντας σε ένα μελλοντικό εκβιασμό των εντολέων του, ή ακόμα και απλά από συμπόνια προς το παιδί. Αργότερα επέλεξε να φέρει τον Κασπάρ στη Νυρεμβέργη και να τον εγκαταλείψει εκεί θεωρώντας πώς είτε θα καταλήξει σε κάποιο ψυχιατρείο, είτε θα χαθεί στις τάξεις των ανώνυμων στρατιωτών.

Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που στηρίζουν την «πριγκιπική θεωρία», όπως οι απόπειρες και τελικά η δολοφονία του Κασπάρ, η εμπλοκή και η στάση του Stanhope και οι προσπάθειες της οικογένειας Baden να υποβαθμίσουν την υπόθεση. Δυστυχώς όταν πέθανε ο Hennenhofer όλο το προσωπικό του αρχείο καταστράφηκε και έκλεισε και αυτή η οδός διερεύνησης της υπόθεσης.

Είναι αλήθεια πώς η «πριγκιπική θεωρία» ακούγεται περισσότερο ώς παραμύθι, όμως αν ο θάνατος του Κασπάρ ήταν όντως δολοφονία και όχι μια κατά λάθος αυτοκτονία ενός απατεώνα, τότε ίσως να δολοφονήθηκε όχι επειδή ήταν ο χαμένος πρίγκιπας του οίκου του Baden, αλλά επειδή όλο και περισσότεροι πίστευαν πώς ήταν, κάτι που τον έκανε πόλο δυσαρέσκειας απέναντι στο υφιστάμενο καθεστώς και άρα καθιστούσε αναγκαία την αφαίρεσή του από το προσκήνιο.

Έχουν γραφτεί περισσότερα από 3.000 βιβλία και τουλάχιστο 14.000 άρθρα για την ιστορία του Κασπάρ Χάουζερ, όμως το μυστήριο που περιέβαλε τη σύντομη ζωή του εξακολουθεί να είναι άλυτο.

πηγή: mysteriouspeople.com